Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τα σύκα μεγάλωσαν γενιές και γενιές!!!

 


Τα σύκα πιστεύεται ότι είναι από τα πρώτα τρόφιμα που καλλιεργήθηκαν ποτέ. Απολιθώματα που βρέθηκαν κοντά στην Ιεριχώ της Ιορδανίας, έδειξαν ότι τα σύκα καλλιεργήθηκαν πριν από το σιτάρι, το κριθάρι και τα όσπρια.  Η συκιά είναι το πρώτο δέντρο που αναφέρεται στην Βίβλο, εξ ου και το φύλλο συκής των πρωτοπλάστων. Καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά στην Αίγυπτο από όπου μεταφέρθηκαν στην Κρήτη  και την υπόλοιπη Ελλάδα, γύρω στο 1500 π.Χ. και αποτέλεσαν βασικό τρόφιμο στην παραδοσιακή διατροφή με το πέρασμα των χρόνων. Τα παλιά τα χρόνια, όσοι είχαν πολλές συκιές και έκαναν εμπόριο σύκων, έφτιαχναν στα χωράφια «τσαρδιά», και έμεναν εκεί μέρα νύχτα να φυλάνε τα σύκα, ακόμα και με ντουφέκια! Συλλέγονταν τα σύκα και τα αποξήραναν στον ήλιο ώστε να συντηρηθούν και να έχουν όλο το χειμώνα κουμπάνια. Κάθε συκιά βγάζει άφθονα σύκα τον Αύγουστο, με αποτέλεσμα να μην καταναλώνονται και να σαπίζουν στα δέντρα πάνω.... Από τα παλιά χρόνια, ακόμα και από την αρχαιότητα όμως οι Έλληνες κατανάλωναν τα σύκα όλο τον χρόνο, ειδικά το χειμώνα τα είχαν σαν σημαντική πηγή ενέργειας. Πως;;;

Μα φυσικά διατηρώντας τα ξερά!!!!

Μαζεύαν ώριμα και γερά σύκα τα πλέναν καλά,τα άνοιγαν στην μέση και τα άπλωναν στις ταράτσες των σπιτιών. Μάλιστα μια ιστορία που ακούγεται στο χωριό είναι του Κάτσα Κάτσα. Ο Κάτσας Κάτσας διατηρούσε πολλά χωράφια με σύκα μέσα στο βουνό, όταν λοιπόν τα μετέφεραν στο χωριό και τα άπλωνε στην ταράτσα του σπιτιού του δίπλα στην εκκλησία του χωριού έβαζε κάποια γυναίκα μόλις βράδιαζε να ανεβαίνει στην ταράτσα και να γυρνάει τα σύκα που είχαν ξεραθεί από τον ήλιο ώστε να ξεραθεί και η άλλη πλευρά του την επόμενη ημέρα. Η γυναίκα όμως όπως στεκόταν στα γόνατα με τον χαμηλό φωτισμό της λάμπας που υπήρχε (ήτανε και κουφή) έκανε σκιά απέναντι στην εκκλησία και όλοι τότε πίστευαν ότι εμφανιζόταν η "Παναγία" κάθε βράδυ!!!

Το μπακάλικο της γειτονιάς!!!


Για περίπου 30 χρόνια, από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70, την ραχοκοκαλιά του λιανικού εμπορίου, αποτελούσαν αποκλειστικά τα μπακάλικα της γειτονιάς. Ποιος είναι αυτός που είναι γεννημένος τη δεκαετία του ’70 και πίσω και  δεν έχει αναμνήσεις από το Μπακάλικο της γειτονιάς (Ζαντάς - Κωνσταντινιά-Καμπουράκη-Τουλί-Λουις,Κωστάκη- Καζάντης και παλιότερα Χαρίτος-Βαληνάκης-Σκανδαλίδης κ.ο.). Είναι κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας. Τα μπακάλικα ήταν τότε σαν τις ενορίες… Κάθε περιοχή είχε τον μπακάλη της. Παρ’ ότι για την εποχή τους ήταν «Παντοπωλεία», δηλαδή πουλούσαν τα πάντα, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά σουπερμάρκετ. Η εργασιακή πρακτική στα παλαιά παντοπωλεία, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πρακτική στα σούπερ μάρκετ ή στα μίνι μάρκετ ή και τα σύγχρονα «μπακάλικα». Κατ’ αρχήν, ήταν άλλη η μονάδα μετρήσεως: ήταν η οκά, τουρκικής προελεύσεως, που υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (μία οκά αντιστοιχούσε σε 1.280 γραμμάρια). Οι πελάτες ζητούσαν π.χ. 2 οκάδες πατάτες ή 150 δράμια φέτα. Το ίδιο ίσχυε και για τα υγρά: 100 δράμια κρασί (το κατοσταράκι), 50 δράμια οινόπνευμα κ.ο.κ. (η οκά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό). Δεν υπήρχαν τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα, αλλά όλα ήταν χύμα, εκτός από κομπόστες, τοματοπολτό, μπάμιες σε κονσέρβα,  σαρδέλες του κουτιού κ.ά. Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν σε σακιά (τσουβάλια) και το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα. Ο πελάτης έφερνε για να γεμίσει από το σπίτι το δικό του μπουκάλι. Οι ρέγκες ήταν μέσα σε ξύλινα κουτιά και οι σαρδέλες μέσα στο χοντρό αλάτι. Τις ρέγκες στο σπίτι τις καψάλιζες και τις αντσούγιες τις έπλυνες με νερό κάτω από τη βρύση για να φύγει το πολύ χοντρό αλάτι. Για χαρτί περιτυλίγματος χρησιμοποιούσαν εφημερίδες. Αυτές οι εφημερίδες ήταν κατά κάποιο τρόπο «προσφορά» του καταστήματος, διότι στη συνέχεια στο σπίτι μπορούσες να διαβάσεις τα νέα, έστω και μπαγιάτικα. Η πρώτη  εντύπωση για εκείνον που έμπαινε σ’ ένα μπακάλικο ήταν οσφρητική.  Μια βαριά μυρουδιά ανάμικτη από παστό κολιό, σαρδέλα, ρέγκα και μπακαλιάρο σε άρπαγε από τη μύτη συνοδευόμενη μάλιστα –προσωπικά τουλάχιστο έτσι το ένιωθα- με μια αίσθηση υγρασίας. Στη συνέχεια έβλεπες τσουβάλια αραδιασμένα στη μέση του μαγαζιού ή στον τοίχο με λογής όσπρια, ρύζι, ζάχαρη, πατάτες και με άλλα παρεμφερή με επιμελώς  γυρισμένα τα χείλη, ώστε να φαίνεται καλά το περιεχόμενο εμπόρευμα. Αυτά τα γραφικά μαγαζάκια εκτελούσαν σπουδαίο κοινωνικό έργο με το βερεσέ χωρίς τόκο για τους οικονομικά αδύναμους της γειτονιάς.

Μέσα σ’ αυτά ο κόσμος ένιωθε ζεστά  και οικεία. Από τις πόρτες του μπακάλικου  περνούσε καθημερινά όλη η γειτονιά για να ψωνίσει σε οκάδες και δράμια. Οι προσερχόμενοι για ψώνια, συνήθως παιδιά ή νοικοκυρές, έπρεπε να έχουν το τεφτεράκι, όπου θα καταγράφονταν τα βερεσέδια, καθώς το χρήμα δεν κυκλοφορούσε αυτή την εποχή και η πίστωση ήταν σχεδόν αποκλειστικός τρόπος συναλλαγής.  Το τεφτέρι που παρουσιάσαμε είναι ένα χαρακτηριστικό ντοκουμέντο μιας όψης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής  των αρχών του περασμένου αιώνα. Για μένα προσωπικά είναι φυσικά κάτι παραπάνω. Είναι  ότι  απόμεινε να μου θυμίζει τη ζωή ενός  άξιου προγόνου που  δυστυχώς δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, ενός συμπονετικού οικογενειάρχη, ενός  έντιμου επαγγελματία που  απόδειξε ότι  η εντιμότητα και η επαγγελματική επιτυχία  μπορούν να συνυπάρχουν και να συμπορεύονται. Τα  μπακάλικα ξυπνούν  μνήμες, Μας  γυρνούν σε παιδικές αναμνήσεις, στις  δύσκολες εκείνες  εποχές, τότε που το καθημερινό φαγητό και η επιβίωση δεν ήταν κάτι εύκολο και αυτονόητο! Κάτι άλλο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν μια πολύχρωμη αφίσα που έβλεπα σε πολλά περιοδικά. Ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε αυτόν που πουλούσε επί πιστώσει και αυτόν που πωλούσε  της μετρητοίς. Κι όμως οι μπακάληδες της γειτονιάς μας επέμεναν  να βοηθούν πάντα τους ασθενέστερους και να πουλούν επί πιστώσει.


  Τα σύγχρονα μπακάλικα λίγη σχέση έχουν με τα παλιά. Ο ίδιος ο μπακάλης σήμερα είναι ένας άνθρωπος ενημερωμένος, με σπουδές, έχει ταξιδέψει, έχει ψάξει, έχει γνωρίσει πράγματα και αυτές τις γνώσεις τις μεταφέρει στους πελάτες του. Μπορεί να σου πει από την ιστορία που κρύβει το κάθε προϊόν μέχρι και συνταγή για να το φτιάξεις. Τα σύγχρονα μπακάλικα δεν είναι μικρά απρόσωπα σούπερ μάρκετ. Είναι ένας χώρος που θα πας, θα δεις, θα ρωτήσεις, θα μάθεις. Και θα ξαναπάς για να πεις τις εντυπώσεις σου από αυτό που αγόρασες την προηγούμενη μέρα. Όσο για την ύπαρξη ή μη του σύγχρονου μπακαλοτέφτερου, δυστυχώς δεν έχουμε καμία ενημέρωση για να σας τη μεταφέρουμε. Βλέπετε ο σύγχρονος μπακάλης είναι και εχέμυθος.


Η παρασκευή του ψωμιού!!


 Κάθε Σάββατο η όψη του χωριού άλλαζε. Ήταν η μέρα που οι γυναίκες του χωριού παρασκεύαζαν τα ψωμιά της βδομάδας. Ολόκληρη ιεροτελεστία γινόταν . Αποβραδίς ετοίμαζαν το ζυμάρι για να ανέβει. Την αυγή σηκώνονταν για να ζυμώσουν τα ψωμιά. Βλέπετε έπρεπε να τελειώσουν νωρίς, για να πάνε μετά στις αγροτικές δουλειές. Όλα τα παλιά σπίτια είχαν τον φούρνο τους και το μύλο τους (δύο μικρές στρογγυλές μυλόπετρες που βάζανε ανάμεσα γέννημα ή στάρι ακόμα πιο παλιά για να τα αλέσουνε να βγει το αλεύρι).

Σπίτι χωρίς φούρνο σπάνια δεν υπήρχε κι αυτό γιατί ψωμί έτοιμο δεν πουλιόταν τότε. Αν κάποια οικογένεια τύχαινε να μην έχει, τότε ζύμωνε λίγα ψωμιά και τα φούρνιζε στον γείτονα. Φούρναρης της οικογένειας ήταν η ίδια η μάνα και σε πολλές περιπτώσεις τα θηλυκά(κόρες) τής οικογένειας που από μικρές έμπαιναν σε αυτή τη «Δοκιμασία». Οι νοικοκυρές συνήθως χρησιμοποιούσαν μεγάλη ξύλινη σκάφη, γιατί ζύμωναν πολλά καρβέλια, κοσκίνιζαν το αλεύρι στη σκάφη (από την προηγούμενη μέρα είχαν φτιάξει το προζύμι ώστε να γίνει) έκαναν μία «γούβα» στη μέση της σκάφης με το αλεύρι, έριχναν το προζύμι και ζύμωναν τα ψωμιά με χλιαρό νερό. Μ’ αυτά θα πέρναγαν πολλές μέρες, γιατί το ζύμωμα και το άναμμα του φούρνου ήταν μια πολύ κουραστική δουλειά. Όταν μάλιστα ήταν και εποχή μαζέματος των ελιών φουρνίζανε τη νύχτα. Μόλις τελείωνε το ζύμωμα, έπλαθε τα ψωμιά, τα έβαζε πάνω σε τραπέζι ή σε ένα κρεβάτι και τα σκέπαζε για να «γίνουν» φουσκώνανε με τη ζεστασιά,  οπότε και θα ήταν έτοιμα για το φούρνισμα. Το άνοιγμα του φούρνου ήταν κάτι το καταπληκτικό. Έβγαιναν ροδοκόκκινα τα ψωμιά ,ένιωθες τη ζεστασιά τους και είχαν μια ασύγκριτη μυρουδιά. Πάνω κάτω έτσι γινόταν η προετοιμασία και το φούρνισμα του ψωμιού εκείνα τα χρόνια, ένα ψωμί υγιεινότατο, χωρίς προσθήκες και φουσκωτικά… που έτρωγε όλη οικογένεια και κρατούσε για μέρες.  

Το δρεπάνι

 


Τα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι δεν ήξεραν να γράφουν. Γι’ αυτό δεν άφησαν κανένα γραπτό που να µας δίνει πληροφορίες για τη ζωή τους. Μας άφησαν οµως τα εργαλεία τους και τα όπλα τους. Από αυτά µαθαίνουµε για τον τρόπο που ζούσαν. Επειδή τα πρώτα εργαλεία τους ήταν από πέτρα (λίθο), την πρώτη αυτή εποχή την ονοµάζουµε εποχή του λίθου. Αργότερα, όταν έφτιαξαν εργαλεία από μέταλλα (χαλκό), άρχισε µία νέα εποχή, η εποχή του χαλκού. Οι εποχές του λίθου και του χαλκού µαζί αποτελούν την προϊστορική εποχή ή Προϊστορία. Η Ιστορία αρχίζει από τότε που οι άνθρωποι ανακάλυψαν τη γραφή. Δρεπάνι είναι αγροτικό εργαλείο για τη συγκομιδή σιτηρών και χόρτου, που εφευρέθηκε ήδη από την αρχαιότητα. Το καλοκαίρι ήταν η εποχή του θερισμού. ¨Όλη η οικογένεια ήταν στα χωράφια. Για 2 μήνες το χωριό άδειαζε και όλοι κοιμόντουσαν στα χωράφια. « Θέρος ,τρύγος ,πόλεμος» ,έλεγαν.     

Το κυριότερο εργαλείο ήταν το δρεπάνι. Με αυτό θέριζαν, όλη την ημέρα. Τα στάχυα τα έκαναν γομάρια και τα έδεναν με λύες  που έκοβαν οι άντρες χρησιμοποιώντας κλαδευτήρια .Τα γομάρια φορτώνονταν στα ζώα και μεταφέρονταν στα αλώνια. Το δρεπάνι ήταν το σύμβολο της καλοκαιρινής δουλειάς, του θερίσματος. «Πίσω» από το δρεπάνι θα ήταν εκτός από τους άντρες και οι γυναίκες και τα μεγαλωμένα παιδιά, δηλαδή τα παιδιά των μεγάλων τάξεων του δημοτικού σχολείου. Παρά τη σκληρή δουλειά του θερισμού και την αφόρητη ζέστη – που σημειωτέον οι αγρότες την ήθελαν για να ψωμώσει το ψωμί και για να σηκώσει βάρος το στάρι – εδώ ήταν και η χαρά του αγρότη. Γιατί η παραγωγή του σταριού περισσότερο και της βρώμης λιγότερο θα ξεχρέωνε την οικογένεια από το κιτάπι του βερεσέ.

Ο αργαλειός

 


Η τέχνη της κλωστοϋφαντουργίας προέρχεται από την τεχνική του πλεξίματος,την πρώτη τεχνική που χρησιμοποιήθηκε, ήδη από την αρχαιότητα,προκειμένου οι άνθρωποι να δημιουργήσουν φράχτες από κλαδιά, καλάθια,παγίδες για το κυνήγι και, πρωτίστως,δίχτυα ψαρέματος. Αντίστοιχα,η ύφανση λέγεται ότι προήλθε από τη μίμηση της φύσης γύρω μας. Ο αργαλειός, αν και υποτυπώδης στην αρχή, αποτελεί μια από τις αρχαιότερες εφευρέσεις του ανθρώπου. Είχε μάλιστα,εξαρχής ιδιαίτερη σπουδαιότητα, καθώς έλυνε και λύνει μια από τις στοιχειώδεις ανάγκες του, αυτή της προστασίας του από τα φυσικά φαινόμενα (το κρύο,τη ζέστη,τη βροχή,τον άνεμο). Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και στη σύγχρονη εποχή,τελειοποιήθηκαν οι τεχνικές,η δομή και ο τρόπος κατασκευής του αργαλειού, δημιουργήθηκε δε και μεγάλη ποικιλία υφασμάτων.Υπάρχουν πολλά είδη αργαλειού κάθετοι, οριζόντιοι, κ.λ.π. Ο καθιστός τύπος αργαλειού, ως βασικότερος τύπος, αποτελείται από 4 στύλους και τον σκελετό του έχει σχήμα κύβου. Πάνω στους στύλους περιστρέφονται τα «αντί» (ξύλινοι άξονες στους οποίους τυλίγεται το ύφασμα). Το ένα «αντί» βρίσκεται μπροστά στο στήθος της υφάντρας και το άλλο κάτω στα πόδια της. Στο πρώτο είναι τυλιγμένα τα χοντρά νήματα (το στημόνι) που απλώνονται και τυλίγονται στο δεύτερο «άντι» του ποδιού, αφού πρώτα περάσουν από τα «μυτάρια» (από αρχαία λέξη μύτος) και ακολουθεί η υφάντρα πατώντας τις δύο «πατήθρες» ή «ποδαρικά». Ανάμεσα στις κλωστές η υφάντρα με τη «σαΐτα» που κρατούσε στο χέρι περνάει το ‘υφάδι» στην «κρόκη» και ύστερα το πιέζει με το χτένι για να σφίξει. Έτσι συνδυάζοντας τις κινήσεις των χεριών και των ποδιών της,  κατορθώνει να φτάσει στη τελική φάση της ύφανσης. Η δουλειά στον αργαλειό απαιτούσε μεγάλη δύναμη χεριών και συντονισμό κινήσεων μια και η υφάντρα χρησιμοποιούσε παράλληλα χέρια και πόδια. Γι’ αυτό θεωρούταν πολύ κουραστική δουλειά και επίπονη. Στα παραδοσιακά χωριά κληρονομεί το από γενιά σε γενιά,γι'αυτό και φρόντιζαν ιδιαίτερα τη συντήρησή του: φυλασσόταν τμηματικά, μακριά από υγρασία,τοποθετημένο σε επίπεδη επιφάνεια για να μη λυγίσει το ξύλο, η δε συναρμολόγησή του γινόταν μόνο κατά την περίοδο χρήσης του και σε κλειστό χώρο. Στα παλιά χρόνια οι γυναίκες ασχολούνταν με το κέντημα και την ύφανση. Μάθαιναν τον αργαλειό από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες που σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ονομάζονταν «μαΐστρες». Δεν υπήρχε αργαλειός σε κάθε σπίτι ούτε την τέχνη της υφαντικής την μάθαιναν όλες οι νοικοκυρές. Γι’ αυτό και όσες είχαν αργαλειό δεν κατασκεύαζαν μόνο τα ρούχα του σπιτιού τους αλλά και εμπορεύονταν τα υφαντά τους αν είχαν ανάγκη οικονομική.




ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ

 


Το χτίσιμο του πρώτου σχολείου κτίσθηκε απέναντι από το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων στην παλαιά Καρδάμαινα το 1847,στη συνέχεια με την μετοίκηση των χωρικών στη σημερινή Καρδάμαινα λειτούργησε στον νάρθηκα της εκκλησίας, «Το Γεννέσιον της Θεοτόκου», από το 1890 ως το 1913. Το τρίτο σχολείο «Ο Σωκράτης» το 1925, και τέλος το σημερινό σύγχρονο σχολείο απέναντι από το κοιμητήριο του χωριού το 2015.


                            ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ(ΚΛΙΚ ΕΔΩ)



Ευχαριστούμε τον συγγραφέα του βιβλίου «Η ιστορία του Δημοτικού Σχολείου της Καρδάμαινας» Νίκος Π. Ιερομνήμων, ο οποίος φρόντισε να μελετήσει, να σκύψει πάνω από βιβλιογραφίες, αρχειακό υλικό και ζωντανές μνήμες και να μας μεταφέρει γνώση και πληροφορίες για το δημοτικό σχολείο Καρδάμαινας "Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ".

Οι τσουκαλάδες (αγγειοπλάστες) του χωριού!!!

 


Αντικείμενό τους ήταν η παραγωγή προϊόντων από πηλό που ψηνόταν σε ψηλές θερμοκρασίες για να γίνει σκληρός και ανθεκτικός.  Η αγγειοπλαστική είναι μια από τις αρχαιότερες ασχολίες του ανθρώπου, καθώς τα προϊόντα αγγειοπλαστικής ήταν απαραίτητα  για την αποθήκευση και μεταφορά κυρίως υγρών, αλλά και στερεών προϊόντων. Η αγγειοπλαστική,στην Καρδάμαινα,αναπτύχθηκε κυρίως λόγω της γεωλογίας της,τα ποτάμια της περιοχής και η τεράστια επίπεδη πεδιάδα της  ήταν καθοριστικής σημασίας στη δημιουργία της αναγκαίας πρώτης ύλης. Η αγγειοπλαστική δεν μπορούσε να ασκηθεί οπουδήποτε, παρά μόνο εκεί όπου υπήρχαν υλικά με κατάλληλες προδιαγραφές (εύπλαστη άργιλος,νερό)  και η τεχνική παράδοση. Η κατασκευή αγγείων απαιτούσε μια μακρά και επιμελημένη εργασία πριν από την παραγωγή. Για να γίνει κάποιος τσουκαλάς (αγγειοπλάστης) χρειαζόταν γνώσεις γλυπτικής, ζωγραφικής, αρκετή φαντασία και δεξιοτεχνία στα χέρια.  Η δουλειά του άρχιζε σκάβοντας με τον κασμά το κοκκινόχωμα, έπειτα το μετέφερε με ζώα στο τσουκαλάδικο του.  Κατόπιν το κοπανούσε για να το κάμει σκόνη,το  κοσκίνιζε, το ζύμωνε με τα πόδια του και τέλος διαμόρφωνε τα πήλινα σκεύη. Πριν χρησιμοποιήσει το καμίνι, τα τοποθετούσε σε πάγκο και τα έβαζε να στεγνώσουν. Έπρεπε να ξεραθούν καλά πριν στοιβαχτούν για ψήσιμο. Τα λαγήνια, τα τσουκάλια και άλλα σκεύη αν δεν τοποθετούνταν σωστά υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσουν λόγω βαρύτητας.  Μετά το ψήσιμο τα σκεύη έπρεπε να ξεκαμινιάσουν για 3 ημέρες. Στον σύγχρονο πολιτισμό, τα περισσότερα κεραμικά κατασκευάζονται βιομηχανικά και έτσι η τέχνη έχει χάσει το παλιό της κύρος. Ωστόσο, η αγγειοπλαστική παραμένει και στις μέρες μας, μία αναγνωρισμένη και σεβαστή μορφή διακοσμητικής τέχνης καθώς τα περισσότερα διακοσμητικά κεραμικά κατασκευάζονται με τον παραδοσιακό τρόπο.

                                                                           Οι τελευταίοι τσουκαλάδες της Καρδάμαινας


Ευχαριστούμε το κανάλι "Μπροβάλετε Μπροβάλετε" για το βίντεο. 

Το σπίτι πριν ένα αιώνα στο χωριό!!!

 


Δύσκολο πράγματι να περιγράψει κανείς σήμερα πως ακριβώς ήταν ένα σπίτι στις αρχές του περασμένου αιώνα, αλλά θα προσπαθήσουμε να το περιγράψουμε, όπως το πρόλαβε και τα έζησε η γενιά, τη δεκαετία του ’60 σαν ήμαστε παιδιά.Τα περισσότερα σπίτια τότε ήταν κατά βάση απλά και φτωχικά, και ήταν συνήθως ένα δύο δωμάτια, κι αν υπήρχε τρίτο ή τέταρτο, αυτό θα ήταν ο στάβλος και ο αχυρώνας.Τα δωμάτια ήταν τότε χαμηλοτάβανα, και τα σπίτια σπανίως διώροφα, και μπορούσε κάποιος όρθιος να ακουμπούσε ακόμα και την οροφή με το χέρι του. Καμιά φορά κάποια χαμόσπιτα ήταν τόσο χαμηλά, που σχεδόν ακουμπούσε το κεφάλι κάποιου ψηλού άνδρα στα μεσοδόκια!Τα παλιά σπίτια, είτε από πέτρες χτισμένα, είτε από χωμάτινους πλίνθους μαζί με άχυρο, εν τούτοις όμως ήταν όμως ζεστά, και παρείχαν την απαιτούμενη οικογενειακή θαλπωρή. Είναι φυσικό να ήταν ζεστά , γιατί και οι τοίχοι κρατούσαν θερμοκρασία, αλλά και σκεπή που ήταν με μεσοδόκια καλαμωτή, και επάνω λεπιδόχωμα, όλα αυτά όπως ξέρουμε είναι μονωτικά υλικά, αλλά και οικολογικά.Κάπου έξω αριστερά υπήρχε το πλυσταριό, για το πλύσιμο των ρούχων, και ο καμπινές.

Μπαίνοντας στο πρώτο δωμάτιο, αριστερά ένας καθρέφτης κρεμόταν στον τοίχο, με μια πάνινη θήκη πλεχτή για να μπαίνει η τσατσάρα, και από πάνω ο κορνιζωμένος καθρέφτης , που έγραφε τη λέξη «ΚΑΛΗΜΕΡΑ»! Δίπλα ή πίσω από την σταθερή πόρτα σε μια πρόκα κρεμόταν οι πετσέτες προσώπου. Στο κέντρο του πρώτου δωματίου,υπήρχε ένα χαμηλό τραπεζάκι.Στο δωμάτιο μπαίνοντας αμέσως δεξιά, υπήρχε το τζάκι της εποχής δηλαδή, που ήταν λίγο υπερυψωμένο.Δεν υπήρχε τότε σπίτι χωρίς τζάκι, που ο καπνός έφευγε από την καμινάδα, που συνήθως ήταν απλή με δυο πέτρες πλαγιαστές, αλλά μπορούσε να έχει και κάποιο ύψος. Όλοι τότε μαγειρεύανε με τα ξύλα, γιατί δεν υπήρχαν ούτε ηλεκ. κουζίνες ούτε γκαζιέρες πετρελαίου.Πιο πέρα από το τζάκι δεξιά, κρεμόταν η απλή πιατοθήκη, και πάνω εκεί τα διάφορα πιατικά και πιρουνοκούταλα.Οι καρέκλες ήταν απλές ξύλινες αυτοσχέδιες με ταβλιά και αντί ψάθα είχαν στη βάση τους επίσης ταβλιά. Αργότερα η βάση έγινε ψάθινη. Υπήρχαν δυο τρεις καρέκλες το πολύ στο δωμάτιο, πιο πολλά όμως υπήρχαν σκαμνάκια ή κούτσουρα πελεκημένα για να κάθονται τα παιδιά.Στο πρώτο δωμάτιο επίσης, υπήρχε και ένας νεροχύτης, που ήταν χτιστός και πέτρινος. Από επάνω κρεμόταν η κρεμαστή βρύση (ένα μεταλλικό δοχείο με βρυσάκι).Ο νεροχύτης είχε με τρύπα για να βγαίνουν έξω τα νερά. Οποιαδήποτε άλλη βρύση δεν υπήρχε παρά μονάχα αυτή η κρεμαστή, που έπαιρνε μέχρι 5 οκάδες νερό, και τη γέμιζαν με το σταμνί. Η κατανάλωση νερού γινόταν με φειδώ. Εκεί πλενόταν το πρωί όλοι, αλλά ξέπλεναν και τα πιάτα, αν και τα παιδιά τα παίζανε καλά - καλά με το ψωμί και αστράφτανε! Ούτε πλύσιμο δεν θέλανε!  Καμιά φορά τη βρύση αυτή την κρέμαγαν και έξω, αλλά την έπαιρναν και στην εξοχή όταν έμεναν στο αλώνι, την περίοδο του αλωνίσματος.Ο αγρότης, αφού με πολύ κόπο έφερνε το εισόδημα στο σπίτι του, κάπου έπρεπε να το αποθηκεύσει. Στο μέσα σπίτι ή στη μέσα κάμερα όπως το λέγανε.Αυτό ήταν ένας χώρος κτιστός με εγκοπή μπροστά σαν παράθυρο, για να ακουμπάνε εκεί τις συσκευασίες είτε σακιά με ελιές, είτε καλάθια με σταφύλια, για να τα αδειάζουν από εκεί,επίσης αποθήκευαν εκεί και τις ελιές.Εκτός του κρεβατιού που κοιμόνταν οι γονείς στο πρώτο δωμάτιο, υπήρχαν και άλλοι χώροι που κοιμόταν τα παιδιά.Συνήθως τα μικρότερα κοιμόταν όλα μαζί κάτω στο πάτωμα στη στρωματσάδα! Αν είχε χώρους το σπίτι, μπορούσε να κάνει ο αφέντης διαφόρους σωρούς, ένα για το σιτάρι, ένα για κριθάρι κ.λ.π. Το ίδιο και αν είχε χώρους που να χωράνε πολλά και μεγάλα πιθάρια. Έτσι όσοι δεν τα διέθεταν αυτά, έκαναν ένα χώρισμα σε ένα δωμάτιο, χτιστό ή τσιμεντένιο με χαμηλά τοιχώματα, από τη μια μεριά του τοίχου, μέχρι την άλλη. Αν αυτή η κατασκευή γινόταν με ξύλινες τάβλες,τον έλεγαν ταβλάδο, και από επάνω έκλεινε με μουκαπόρτα. Η ξύλινη αυτή αποθήκη σιτηρών ο ταβλάδος δηλαδή, είχε και αυτή τρία τέσσερα χωρίσματα, για σιτάρι, κριθάρι κλπ που επίσης φιλοξενούσε για ύπνο τα παιδιά! 

Το μεταφορικό μέσο της εποχής!!!

 


Αρχές δεκαετίας του εξήντα, ο «Μένιος» και ο «Ντίνος», δυο από τα δεκάδες γαϊδούρια στην Καρδάμαινα, έκαναν καθημερινά δρομολόγια για να μεταφέρουν κοφίνια με αγροτικά προϊόντα. Ήταν οι αχώριστοι φίλοι των ιδιοκτητών τους. Συνοδοιπόροι και βοηθοί των αγροτών και κτηνοτρόφων που εργάζονταν στην περιοχή της Καρδάμαινας και από τα χαράματα ξεκινούσαν παρέα τις δουλειές τους.Οι άνθρωποι του μόχθου σέβονταν τα ζώα τους, τα είχαν στην αυλή τους και ήταν αυτά στα οποία έλεγαν την πρώτη καλημέρα βγαίνοντας από το σπίτι. Ένα χάδι στο κεφάλι, μια φιλική κουβέντα και μαζί ανηφόριζαν για τις δουλειές, μαζί έβγαζαν το μεροκάματο. Η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν όσοι γεωργοί πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια, ήταν μακρινή και δύσκολη και όπως σημειώνουν οι παππούδες που ξεδιπλώνουν τις αναμνήσεις τους, είχαν σχεδόν όλοι το γαϊδουράκι που τους μετέφερε με υπομονή και δοτικότητα. Τις δύσκολες εκείνες εποχές που δεν υπήρχε άλλο μεταφορικό μέσο, ο γάιδαρος αναλάμβανε όλες τις ευθύνες. Καθιερώθηκε από την πλειοψηφία ως ζώο συντροφιάς.Όχι μόνο μετέφερε την πραγματεία, αλλά ήταν φίλος. Η εξημέρωση των γαϊδάρων συνέβη στην Αφρική πριν περίπου 7.000 χρόνια, σύμφωνα με ανάλυση του γονιδιώματος τους. Οι γάιδαροι μπορεί να μην έχουν τη δημοφιλία ή το πρεστίζ των αλόγων, αλλά στην πραγματικότητα έχουν παίξει καθοριστικό -και παραγνωρισμένο- ρόλο στην ανθρώπινη ιστορία.Ο γάιδαρος έχει υπάρξει πολύ σημαντικός για τους ανθρώπους εδώ και χιλιάδες χρόνια, παρέχοντας σε πολλούς πολιτισμούς ακάματα τις υπηρεσίες του για κουβάλημα, μετακινήσεις σε μεγάλες αποστάσεις και άλλες εργασίες.
"Τον γάιδαρο τον χαρακτηρίζει το γαιδουρινό πεισμα η περίφημη γαιδουρινή υπομονή, και η γαιδουρινή συμπεριφορά."
Παροιμίες βγαλμένες από τον γάιδαρο που λέμε και σήμερα...
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρα γαϊδουρογύρευε
Δυο γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
Εδεσε το γάϊδαρό του
Είπε ο γάϊδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστράβωσε
Σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια;

                                            Και ένα ωραίο βιντεο με την ΜΑΡΙΖΑ


O ηλεκτρισμός στο χωριό μας

 


Το έτος 1889 φτάνει ο ηλεκτρισμός στην Ελλάδα. Στις πιο απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές, που ήταν οικονομικά ασύμφορο για τις μεγάλες εταιρείες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, την ηλεκτροδότηση αναλαμβάνουν ιδιώτες ή δημοτικές κοινότητες κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια. Το έτος 1950 υπήρχαν στην Ελλάδα περίπου 400 εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στο χωριό μας πριν τον πόλεμο δεν είχαν διανοηθεί ότι θα μπορούσαν να έχουν αυτή την πολυτέλεια του ηλεκτρισμού. Γύρω στο 1954 περίπου ο ΚΥΡΙΤΣΗΣ Ιωάννης με μια μικρή πετρελαιομηχανή Γερμανικής κατασκευής που είχε στον αλευρόμυλο του αποφάσισε να ιδρύση μικρή μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο χωριό. Με αυτή λοιπόν την πετρελαιομηχανή άρχισε να δίνει ρεύμα στο χωριό. Οι ώρες λειτουργίας της ήταν από τις 07:00 μέχρι της 23:00. Αργότερα την αντικατέστησε με μεγαλύτερη μηχανή ιπποδύναμης. Το σημαντικό στην υπόθεση είναι ότι όσοι είχαν λεφτά και πλήρωναν έπαιρναν ρεύμα στο χωριό. Φυσικά κατανοητό είναι ότι το ρεύμα χρησιμοποιείτο για την λάμπα του σπιτιού εφόσον δεν διέθεταν πολλές οικοσυσκευές την εποχή εκείνη. Εισπράκτορας του ΚΥΡΊΤΣΗ ήταν ο Μάρκος ΒΑΡΚΑΣ επίσης εργάστηκαν εκεί ο ΠΙΖΑΝΙΑΣ Κωνσταντίνος, ο ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ Αλέξανδρος και ο ΠΑΠΑΧΑΡΤΟΦΙΛΗΣ Φίλιππος (κουνιάδος του). Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιούσαν τότε ήταν το πετρέλαιο που φυσικά εισάγονταν από το εξωτερικό.  Η κατάτμηση της παραγωγής σε πολλές μικρές μονάδες σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα, εξωθούσε την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στα ύψη καθιστώντας το ηλεκτρικό ρεύμα ως ένα αγαθό πολυτελείας. Για να εξαπλωθεί το ηλεκτρικό ρεύμα ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα χρειάζεται να αξιοποιηθούν οι εγχώριοι πλουτοπαραγωγικοί πόροι και να ενοποιηθεί η παραγωγή σε ένα ενιαίο διασυνδεδεμένο δίκτυο. Έτσι τον Αύγουστο του 1950, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, ιδρύεται η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, και πολύ σύντομα εξαγοράζει όλες τις ιδιωτικές και δημοτικές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Aπό το 1955 και μετά ξεκινάει στην ουσία ένας δύσκολος αγώνας για τον εξηλεκτρισμό της Κω και γενικά της Ελλάδος,  πρώτα με την εξαγορά των μικρών εταιρειών και εν συνεχεία με την εγκατάσταση περισσοτέρων μηχανών ηλεκτροπαραγωγής προκειμένου να αυξηθεί η εγκατεστημένη ισχύς και να καλύπτεται ολόκληρο το νησί. Σιγά-σιγά, η ΔΕΗ εξαγόρασε όλες αυτές τις επιχειρήσεις και ενέταξε το προσωπικό τους στις τάξεις της. Tο ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε με επάρκεια σε κάθε άκρη της ελληνικής γης. Από τα μικρά ακριτικά νησιά μας  ως τους πιο απόμακρους οικισμούς της ορεινής Ελλάδας. 


Η Καρδάμαινα πριν το ηλεκτρικό ρεύμα!!!

 


Πολλά πράγματα στην καθημερινή μας ζωή τα θεωρούμε δεδομένα. Έχουμε αναρωτηθεί σήμερα, πως κάποτε ζούσε ο κόσμος, χωρίς καμπινέδες, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς τηλεόραση,  χωρίς ραδιόφωνο, και χωρίς καν τηλέφωνο, παρά μονάχα με τα γαϊδουράκια. Που ήθελαν μια ώρα το πρωί να πάνε  στη δουλειά και μια ώρα να γυρίσουν το βράδυ υπομονετικά στο σπίτι; Και όμως! Αν είχαμε μια μηχανή του χρόνου να μας γύριζε πίσω, θα βλέπαμε πως μια χαρά ζούσε ο κόσμος τότε,  γιατί απλά είχε προσαρμοστεί στα τότε δεδομένα, και γιατί είχε άλλες απολαύσεις και χαρές σαν αντιστάθμισμα! Όταν μάλιστα δεν υπήρχε στο χωριό ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα! Το ηλεκτρικό ρεύμα και ό,τι αυτό συνεπάγεται είναι ένα από αυτά. Από τη διατήρηση φαγητών μέσα στο ψυγεία μέχρι τη δυνατότητα να οδηγούμε νύχτα, η παρουσία του ηλεκτρισμού επηρεάζει άμεσα τις ζωές μας. Άρα πώς θα ήταν η καθημερινότητά μας χωρίς ρεύμα; Το χωριό πριν την ηλεκτρική ενέργεια ήταν αρκετά διαφορετική. Η απουσία ρεύματος σήμαινε περισσότερο χρόνο αφιερωμένο σε χειρωνακτικές εργασίες και αγγαρείες.  

Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν στο χέρι, η διατήρηση των φαγητών ήταν δύσκολη, ενώ το κρύο το χειμώνα και η ζέστη το καλοκαίρι μέσα στο σπίτι ήταν ανυπόφορα. Λάμπες πετρελαίου, λάμπες λαδιού, κεριά, τζάκια και λάμπες υγραερίου ήταν μερικές από τις μεθόδους που κάποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να δει στο σκοτάδι. Εάν έτρωγες, διάβαζες ή ήθελες να κάνεις οτιδήποτε μετά τη δύση του ηλίου εκτός από το να κοιμάσαι, θα έπρεπε να έχεις προνοήσει να έχεις μαζί σου μια τεχνητή πηγή φωτισμού. Πριν τις καταψύξεις, που φυσικά χρειάζονται ηλεκτρικό ρεύμα, οι άνθρωποι είχαν άλλους τρόπους να διατηρούν το φαγητό τους για να μην χαλάει. To δωμάτιο του σπιτιού το οποίο έβλεπε λιγότερο ο ήλιος και ήταν πιο ψυχρό,  ήταν αυτό το οποίο θα φιλοξενούσε τα διάφορα κρέατα και τρόφιμα. Επιπλέον, υπήρχαν και τα λεγόμενα ‘’κιβώτια κρέατος’’, στα οποία έμπαινε μέσα το κρέας για να προφυλάσσεται από τις μύγες και τα έντομα.Για την παράταση της διάρκειας ζωής των τροφίμων, οι άνθρωποι συνήθιζαν επίσης να τα αλατίζουν, να τα καπνίζουν ή να τα αποξηραίνουν. Στις μέρες μας, ένα απλό πάτημα ενός κουμπιού στον βραστήρα αρκεί για να βράσει το νερό μας σε 2 λεπτά. Χωρίς τη δύναμη του ηλεκτρισμού, το μαγείρεμα γινόταν πάνω από μία εστία φωτιάς. Οι φωτιές με καύσιμη ύλη τα ξύλα και σόμπες αποτελούσαν τις μοναδικές πηγές θερμότητας για το μαγείρεμα  του φαγητού. Δεν υπήρχαν επίσης και οι ηλεκτρικές συσκευές που χρησιμοποιούμε καθημερινά για το μαγείρεμα: χωρίς το μίξερ, το μπλέντερ και τις υπόλοιπες συσκευές, ολόκληρη η προετοιμασία του φαγητού γινόταν χειροκίνητα. Λόγω της έλλειψης αυτών, οι μαγειρικές συνταγές ήταν επίσης αρκετά διαφορετικές. Η τεχνολογία που έχει κατά καιρούς η ανθρωπότητα στα χέρια της αλλάζει αλλά ο ίδιος ο καιρός όχι. Έτσι, ο χειμώνας ήταν το ίδιο κρύος με σήμερα, αλλά δεν υπήρχε το κλιματιστικό ή το αερόθερμο για να ζεστάνουν το χώρο. Εκτός από να ντυθείς ακόμη πιο χοντρά ή να ανάψεις το τζάκι, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για θέρμανση. Μια εστία φωτιάς, εκτός από μία εστία μαγειρέματος, χρησίμευε και ως πηγή θέρμανσης. Πριν από την εφεύρεση και τη χρήση του πλυντηρίου, οι άνθρωποι έπλεναν τα ρούχα και τα λευκά τους είδη στη σκάφη. Εκτός από πολύ χρονοβόρα διαδικασία, ήταν και επίπονη για τα χέρια και τη μέση. Για να φύγει η βρώμα  από ένα ρούχο, αυτό έπρεπε να τριφτεί επανειλημμένα στην τραχιά επιφάνεια της σκάφης μέχρι  να καθαρίσει με τη βοήθεια του νερού. Μπορεί να μην είχαν τεχνολογική υποστήριξη ο κόσμος, τα χρόνια εκείνα, αλλά υπήρχαν άλλα, που δεν υπάρχουν σήμερα. Υπήρχε η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός. Ο κόσμος έσμιγε, γιατί είχαν απόλυτα την ανάγκη ο ένας του άλλου. Χόρευαν και τραγούδαγαν οι ίδιοι στις παρέες! Προτιμούσαν να φάνε παρέα με τον γείτονα τους η συγγενή τους, παρά μόνοι. Αυτό τους έδινε φτερά, γιατί είχε να κάνει και με τη διασκέδαση τους. Η καλή παρέα, σήμαινε ταυτόχρονα και ώρα ψυχαγωγίας, γιατί θα επικρατούσε το καλαμπούρι, τα αστεία κουτσομπολιά, αινίγματα και έτσι θα ανέβαινε το κέφι στη παρέα!

Το αλέτρι ή αλλιώς άροτρο

 


Πριν πολλά χρόνια στo χωριό μας, επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα. Τα οργώματα της γης και η σπορά ήταν η βασική εργασία της εποχής. Τότε οι αγρότες μας για πολλές ημέρες, χρησιμοποιώντας το παραδοσιακό ξύλινο αλέτρι ή στην καλύτερη περίπτωση το σιδερένιο, όργωναν και έσπερναν τη γη, για να βγάλουν τον ευλογημένο καρπό για τις ανάγκες της οικογένειάς τους. Η σπορά γινόταν κάθε Νοέμβριο στο χέρι, χωρίς τη χρήση μηχανημάτων. Μετά από αυτή, οι αγρότες έπαιρναν το αλέτρι ή αλλιώς άροτρο, το γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείτο για το όργωμα της γης και σερνόταν από ένα ζώο και κάποτε με δύο. Όταν ολοκληρωνόταν η διαδικασία με τον σπόρο, οι αγρότες ξεκινούσαν το θέρος, με τον πρωτοθεριστή να πρωτοστατεί και τους υπόλοιπους γεωργούς να ακολουθούν. Στη συνέχεια με τους γαϊδάρους μετακινούσαν τα δεμάτια στο αλώνι για να κάνουν τη θημωνιά τους. 


Το άροτρο ή αλέτρι είναι το σημαντικότερο γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για το όργωμα της γης. Η βασική του λειτουργία είναι το σκάψιμο και η ανάδευση του εδάφους για την προετοιμασία των επόμενων φάσεων της καλλιέργειας. Ο άνθρωπος καθοδηγούσε ένα ζευγάρι ζώα που έσερναν το άροτρο και έσκαβε το χώμα για να αεριστεί και να δεχτεί τους σπόρους. Αρχικά κατασκευαζόταν από ξύλο, συνήθως αγριελιά, έλατο, πλάτανο, συκιά. Μετά το 1500 π.Χ. όπου ξεκινάει η χρήση του σιδήρου, συναντάμε το σιδερένιο άροτρο, το οποίο αντικατέστησε το ξύλινο. Η χρήση του ήταν καθοριστική  στην εξέλιξη της καλλιέργειας του εδάφους, καθώς ήταν πιο ανθεκτικό από το ξύλινο και χρησιμοποιήθηκε για να οργώνει τόσο μεγαλύτερες εκτάσεις  όσο και  δυσκολότερα σε είδος εδάφη.  Αποτελείται από τα εξής μέρη: την αλετροπόδα που στηρίζει το αλέτρι στη γη, τη σπάθη που κόβει κατακόρυφα το χώμα, το υνί που κόβει οριζόντια το χώμα δημιουργώντας αυλάκια, τα φτερά που ανασηκώνουν το χώμα της κομμένης γης, το σταβάρι έναν άξονα που αποτελεί τη βάση των υπόλοιπων εξαρτημάτων και τη χειρολαβή ένα εξάρτημα που προσαρμόζεται στην αλετροπόδα και την κρατάει ο γεωργός  για να κατευθύνει το αλέτρι.


Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη

 


Στο πέρασμα των χρόνων πολλοί στρατιώτες έδωσαν τη ζωή τους και έπεσαν στα πεδία Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη μαχών χωρίς να αναγνωριστούν ή να ανεβρεθούν οι σωροί τους. Η ανάγκη να εκπροσωπηθούν όλοι οι άγνωστοι πεσόντες και να επιτευχθεί η απονομή επίσημης συνολικής τιμής στη μνήμη των υπέρ πατρίδος πεσόντων στρατιωτών οδήγησε τα έθνη στη δημιουργία ενός συμβολικού  μνημείου, τον τάφο του άγνωστου στρατιώτη. Ο τάφος του αγνώστου στρατιώτη εξωτερικεύει την έννοια της φιλοπατρίας, συγκεντρώνει τα στοιχεία μιας υψηλής πατριωτικής πράξεως και αποτελεί τη φανερότερη εκδήλωση του οφειλόμενου επαίνου και της δόξας που πρέπει να ακολουθεί τη μνήμη των πεσόντων και την εθελουσία τους υπέρ της πατρίδας…Το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη είναι ένα ταφικό μνημείο για τους αφανείς πεσόντες των πολεμικών αγώνων του έθνους.  Στις αρχές του 20ου αιώνα η κάθε χώρα έβαλε τα σχέδια για τη δημιουργία ενός τέτοιου μνημείου, ενός μεγάλου και επιβλητικό μνημείου υπό τη μορφή κενοταφίου, όπου όλοι οι κάτοικοι θα αποτίουν τιμές και να ενθυμούνται τους ήρωες τους, γνωστούς και άγνωστους. Στο θεατράκι στο λιμάνι της Καρδάμαινας βρίσκεται το μνημείο του άγνωστου στρατιώτη παλαιότερα ήτανε στην πλατεία, στο χώρο αυτό γίνονται οι εκδηλώσεις και οι καταθέσεις στεφάνων για τις εθνικές επετείους.Το μνημείο ανεγέρθηκε περίπου μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.


Το παρακάτω περιστατικό έγινε στις 29 Οκτωβρίου 1941:

Πενήντα ή εξήντα ανάπηροι, με τα πόδια ή τα χέρια κομμένα, άλλοι με τα καροτσάκια των και άλλοι με τις πατερίτσες των, ενεφανίσθησαν εμπρός εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου. Οι καραμπινιέροι, οι οποίοι φρουρούσαν ακόμη εκεί, απεπειράθησαν εις την αρχήν να τους εμποδίσουν. Αλλ’ ήτο τόσον επιτακτική και περιφρονητική η χειρονομία, με την οποίαν οι επικεφαλής ανάπηροι τους διέταξαν -ναι, τους διέταξαν!- να παραμερίσουν, ώστε υπεχώρησαν και τους άφησαν να περάσουν. Οι ανάπηροι εσχημάτισαν ημικύκλιον γύρω από το Μνημείον και τρεις επροχώρησαν διά να καταθέσουν ένα απέριττον δάφνινον στέφανον. Ο ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα «ξυλοπόδαρά» του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:

«Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας,

Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…»

Εδώ εσώπασε δια δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν.

Έπειτα, κατέληξεν απλά:

«Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. 

Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νιώσατε».

Ποτέ άλλοτε δεν ελέχθησαν ωραιότερα λόγια ενώπιον του Εθνικού Μνημείου, από εκείνα που δεν άκουσαν αυτιά θνητών το πρωινό της 29ης Οκτωβρίου 1941….

«ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944 | ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ» | «από τις προσωπικές σημειώσεις των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Κύρου Αδ. Κύρου»

Οι Άγιοι Ανάργυροι

 


Οι κάτοικοι της Καρδάμαινας τρέφουν μεγάλη ευλάβεια για τους Αγίους Αναργύρους. Είναι το παλιό τους καθολικό. Η πρώτη εκκλησία που έχτισαν στην κοιλάδα, μέσα στα αιωνόβια κυπαρίσσια, όταν βγήκαν από το Κάστρο. Όταν έφυγαν οι Καρδαμιώτες από το  Κάστρο και εγκαταστάθηκαν στην παλιά Καρδάμαινα και στους Στόλους κάπου μεταξύ 1847-1850, φυσικό ήταν να θέλουν να χτίσουν και μια εκκλησία για τις θρησκευτικές τους ανάγκες.Το χτίσιμο του ναού πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στο 1854, όπως μαρτυρούν και οι εικόνες του τέμπλου του ναού. Στους Αγίους Αναργύρους διετέλεσε εφημέριος από το 1884-1887 ο παπα-Ηλίας Χατζηπαναγιώτης-παππούς του Μιχάλη Γ. Παπαηλία και κατόπιν ήρθαν ο παπα- Νικόλας και ο παπα-Γιάννης. Αξίζει να αναφέρουμε ότι με το υπ’αριθμ. 85/14-1-1993 έγγραφο της 4ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου,  γνωστοποιήθηκε ότι ο ιερός ναός των Αγίων Αναργύρων, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1φ29/31905/583/14-10-92, κηρύχτηκε διατηρητέο μνημείο. Συγκεκριμένα η παραπάνω απόφαση αναφέρει: « Να κηρυχθεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Παλαιά Καρδάμαινα Κω. Ο ναός είναι μονόχωρος και στα δυτικά του είναι  προσαρτημένος γυναικωνίτης. Πάνω από την πόρτα της βόρειας πλευράς βρίσκεται ασβεστωμένη, εντοιχισμένη πλάκα με  ανάγλυφο σταυρό και χρονολογία 1847. Μια άλλη χρονολογία 1854 βρίσκεται στο ερεισίνωτο του δεσποτικού θρόνου. Στα μέσα του 19ου αιώνα χρονολογούνται το ξύλινο ζωγραφιστό τέμπλο με τις εικόνες του, καθώς και τα δύο ξύλινα προκυνητάρια». Η μνήμη τους γιορτάζεται την 1η Νοεμβρίου με μεγάλη κατάνυξη και ιεροπρέπεια. Η πανήγυρις των Αγίων Αναργύρων συγκεντρώνει προσκυνητές από όλο το νησί της Κω. Κάθε χρόνο τελείται μέγας αρχιερατικός εσπερινός και μετά από λίγο η ιερά παράκλησις. Στην αίθουσα που υπάρχει κοντά το ναό προσφέρεται φαγητό και καλούνται τις περισσότερες φορές τοπικοί οργανοπαίκτες, για να διασκεδάσουν τους προσκυνητές. Αρκετές γυναίκες στην εκκλησία όλη νύχτα, ψάλλοντας διάφορους ύμνους. Επίσης, Λειτουργία γίνεται κάθε χρόνο την 1η Ιουλίου. 

(Οι Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, ήταν γιατροί. Θεράπευαν τις ασθένειες των φτωχών ανθρώπων, χωρίς ποτέ να ζητάνε αμοιβή. Γι’αυτό ονομάστηκαν Ανάργυροι).

Το κεραμοποιείο της Καρδάμαινας

 


Θυμίζουμε ότι στα παλιότερα χρόνια όλα τα σκεύη για τη μεταφορά υγρών στην καθημερινή ζωή ήταν πήλινα, εφόσον τα γυάλινα ήταν ακριβότερα και πλέον εύθραυστα. Για το πόσιμο νερό, οι κανάτες, τα λαγήνια, οι κούπες, τα ποτήρια, πιάτα, τσουκάλια φαγητού, αλλά και διάφορα πιθάρια για λάδι, και άλλα προϊόντα ήταν όλα έργο του αγγειοπλάστη. Το πρώτο κεραμοποιείο ιδρύθηκε και λειτούργησε το 1973 στην Καρδάμαινα. Ήταν μικρή μονάδα, σε οικογενειακή βάση, που έφτιαχναν χειροποίητα τούβλα, σε μικρή παραγωγή. Επιτόπου έχτιζαν και το καμίνι για το ψήσιμο των τούβλων. Για καύσιμη ύλη χρησιμοποιούσαν επιτόπια υλικά (βούρλα και μικρά ξύλα από τη βλάστηση της περιοχής). Διέθετε ένα υποτυπώδη εξοπλισμό. Η ημερήσια παραγωγή ανέρχονταν σε 5.000 τούβλα. Σαφής ένδειξη της πολεοδομικής επέκταση της Καρδάμαινας τα χρόνια εκείνα. Ιδιοκτήτες του ήταν ο ΧΑΡΜΑΝΤΑΣ Μανώλης, ο Μήτσος και ο Σαράντος,πρώην αγγειοπλάστες.  Ένα τραγικό οικογενειακό περιστατικό σημάδεψε τις οικογένειες.Ο Μανώλης Χαρμαντάς του πήρε η κορδέλα τα χέρια στο εργοστάσιο με αποτέλεσμα να τα χάσει. Το κεραμοποιείο έπαψε τη λειτουργία του μετά το ατύχημα τον Ιανουάριο 1991. Το καμίνι τροφοδότησε την αγορά της Καρδάμαινας με νέα οικοδομικά υλικά, δημιούργησε θέσεις εργασίας για πολλούς εργάτες και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του τόπου, τα δύσκολα χρόνια. Η είσοδος του 21ου αιώνα, βρήκε την Καρδάμαινα, χωρίς κεραμοποιείο!  Έτσι τα κεραμίδια και τούβλα έρχονται από άλλα μέρη. Τα παλιότερα χρόνια, το πόσιμο νερό μέσα στο λαγήνι παρέμενε δροσερό ακόμα και το καλοκαίρι. Τώρα τα πήλινα αγγεία τα αντικατέστησε το πλαστικό και η τέχνη του αγγειοπλάστη υπηρετεί μόνο τον τουρισμό. Κρίμα... 

  





 

Πιναύλι

  Πιναύλι είναι η φλογέρα που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πιστικοί (κτηνοτρόφοι), με 5 τρύπες μπροστά και 1 πίσω.Το πιναύλι φτιάχνεται από καλάμι, το οποίο πρέπει να έχει μεγάλο κόντυλα, δηλαδή αραιούς κόμπους, και να έχει ξεραθεί.Τα παλιά τα χρόνια σχεδόν κάθε πιστικός είχε μέσα στα ποδήματά του ή μέσα στο σακάκι του ένα πιναύλι. Τα πιναύλια τα παίζανε στις μάντρες όταν δηλαδή βόσκανε τη νύκτα τα βόδια. όταν βρίσκονταν στη βοσκή τα πιστικάκια έπαιζε το ένα το πιναύλι και τα υπόλοιπα χορεύανε. Ένας καλός πιναυλαδόρος μπορούσε να παίξει με ευκολία από σιανά και σούστα μέχρι αργούς καθιστικούς σκοπούς.Στην Καρδάμαινα αναφέρεται ότι υπήρχαν πολλοί πιναυλαδόροι, κανένας όμως από αυτούς δεν θεωρείται ότι έπαιζε καλό πιναύλι. 

Οργανοπαίκτες της Καρδάμαινας

 ...τότε που η διασκέδαση ήταν γλέντι...


Η ΛΥΡΑ

Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που αποκάλυψε η επιτόπια έρευνα είναι η ύπαρξη στην Κω ενός ιδιόμορφου τύπου λύρας με τέσσερις κύριες χορδές και ενίοτε μια ή δυο συμπαθητικές με μέγεθος παρόμοιας με αυτό της πολίτικης. Στην Καρδάμαινα αναφέρεται ότι έπαιζε λύρα κάποιος Κιάμης τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του 1910. Σήμερα θυμούνται ως καλό λυριστή μόνο τον αγγειοπλάστη Ξενοφό Χρυσόπουλο (περ. 1900-1940), του οποίου ο πατέρας είχε έρθει από την Σίφνο και του οποίου η λύρα ,κατά τον βιολιστή της Καρδάμαινας Μανόλη Χαρμαντά είχε 3 χορδές. Μαζί με τον Ξενοφό έπαιζε λαούτο ο αδερφός του Ανδρέας. Ερασιτεχνικά έπαιζαν λύρα στην Καρδάμαινα και οι Στέργος (1920-2008), Ηλίας (1913-1962) και Δημήτρης Στούππος (1901-1978).

ΤΟ ΒΙΟΛΙ


Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς εισήχθη το βιολί στην Καρδάμαινα. Είναι πάντως πιθανό να εισήχθη στα τέλη του 19ο αιώνα. Ένας άλλος γνωστός βιολιστής ήταν ο Μιχάλης Σκαντάλιος (γεννημένος περίπου την δεκαετία του 1870),πατέρας του παπα-Γιώργη Σκανδαλίδη. Λαούτο μαζί του έπαιζε κάποιος Λιβυδίκος από το Ασφενδιού, άλλος παλιός βιολιστής ο οποίος έχει μείνει στη μνήμη της κοινότητας ήταν κάποιος Λεβέντης με το παρατσούκλι Γιωργάλι. Βιολί έπαιζε και ο Ευστάθιος Παπαχαρτοφύλης αλλά και ο Απόστολος Καλούδης καλός βιολιστής ο οποίος πέθανε μικρός το 1942 περίπου. Σταθμό στη βιολιστική παράδοση της Καρδάμαινας αποτέλεσε οπωσδήποτε ο Γεώργιος Σκανδαλίδης (1907-1969) μετέπειτα παπα-Γιώργης. Ταυτόχρονα μαζί του έπαιζε και ο μεγαλύτερος αδερφός του Ευστάθιος (1904-1975) οποίος συνέχισε να υπηρετεί τα μουσικά δρώμενα της Καρδάμαινας μετά την χειροτονία του αδελφού του μέχρι περίπου το 1950 στους οποίους συνόδευε στο λαούτο ο Αντώνης Γερασκλής. Μοναδικός μαθητής του παπα-Γιώργη είναι ο Μανώλης Χαρμαντάς γεννημένος το 1931 ενός οργανοπαίκτη που φέρει ατόφια την παράδοση που του μετέφερε ο δάσκαλός του. Από το 1958 εντάχθηκε στη ζυγιά και ο αδερφός του Σαράντος Χαρμαντάς στο ακορντεόν. Την ίδια εποχή με τον Χαρμαντά έπαιζε βιολί στην Καρδάμαινα ο Παναγιώτης Λάμπρος (1931-2013) τον οποίο συνόδευε στο λαούτο ο πατέρας του Γιάννης γεννημένος στο Πεντρούμι της Μ.Ασίας. Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι λίγες φορές οι καρδαμιώτες βιολιστές έπαιξαν σε γάμους εκτός της Καρδάμαινας ενώ πολλοί βιολιστές από άλλα χωριά έπαιζαν στην Καρδάμαινα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο "Ζυές της Κω"