Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Το μπακάλικο της γειτονιάς!!!


Για περίπου 30 χρόνια, από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70, την ραχοκοκαλιά του λιανικού εμπορίου, αποτελούσαν αποκλειστικά τα μπακάλικα της γειτονιάς. Ποιος είναι αυτός που είναι γεννημένος τη δεκαετία του ’70 και πίσω και  δεν έχει αναμνήσεις από το Μπακάλικο της γειτονιάς (Ζαντάς - Κωνσταντινιά-Καμπουράκη-Τουλί-Λουις,Κωστάκη- Καζάντης και παλιότερα Χαρίτος-Βαληνάκης-Σκανδαλίδης κ.ο.). Είναι κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας. Τα μπακάλικα ήταν τότε σαν τις ενορίες… Κάθε περιοχή είχε τον μπακάλη της. Παρ’ ότι για την εποχή τους ήταν «Παντοπωλεία», δηλαδή πουλούσαν τα πάντα, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά σουπερμάρκετ. Η εργασιακή πρακτική στα παλαιά παντοπωλεία, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πρακτική στα σούπερ μάρκετ ή στα μίνι μάρκετ ή και τα σύγχρονα «μπακάλικα». Κατ’ αρχήν, ήταν άλλη η μονάδα μετρήσεως: ήταν η οκά, τουρκικής προελεύσεως, που υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (μία οκά αντιστοιχούσε σε 1.280 γραμμάρια). Οι πελάτες ζητούσαν π.χ. 2 οκάδες πατάτες ή 150 δράμια φέτα. Το ίδιο ίσχυε και για τα υγρά: 100 δράμια κρασί (το κατοσταράκι), 50 δράμια οινόπνευμα κ.ο.κ. (η οκά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό). Δεν υπήρχαν τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα, αλλά όλα ήταν χύμα, εκτός από κομπόστες, τοματοπολτό, μπάμιες σε κονσέρβα,  σαρδέλες του κουτιού κ.ά. Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν σε σακιά (τσουβάλια) και το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα. Ο πελάτης έφερνε για να γεμίσει από το σπίτι το δικό του μπουκάλι. Οι ρέγκες ήταν μέσα σε ξύλινα κουτιά και οι σαρδέλες μέσα στο χοντρό αλάτι. Τις ρέγκες στο σπίτι τις καψάλιζες και τις αντσούγιες τις έπλυνες με νερό κάτω από τη βρύση για να φύγει το πολύ χοντρό αλάτι. Για χαρτί περιτυλίγματος χρησιμοποιούσαν εφημερίδες. Αυτές οι εφημερίδες ήταν κατά κάποιο τρόπο «προσφορά» του καταστήματος, διότι στη συνέχεια στο σπίτι μπορούσες να διαβάσεις τα νέα, έστω και μπαγιάτικα. Η πρώτη  εντύπωση για εκείνον που έμπαινε σ’ ένα μπακάλικο ήταν οσφρητική.  Μια βαριά μυρουδιά ανάμικτη από παστό κολιό, σαρδέλα, ρέγκα και μπακαλιάρο σε άρπαγε από τη μύτη συνοδευόμενη μάλιστα –προσωπικά τουλάχιστο έτσι το ένιωθα- με μια αίσθηση υγρασίας. Στη συνέχεια έβλεπες τσουβάλια αραδιασμένα στη μέση του μαγαζιού ή στον τοίχο με λογής όσπρια, ρύζι, ζάχαρη, πατάτες και με άλλα παρεμφερή με επιμελώς  γυρισμένα τα χείλη, ώστε να φαίνεται καλά το περιεχόμενο εμπόρευμα. Αυτά τα γραφικά μαγαζάκια εκτελούσαν σπουδαίο κοινωνικό έργο με το βερεσέ χωρίς τόκο για τους οικονομικά αδύναμους της γειτονιάς.

Μέσα σ’ αυτά ο κόσμος ένιωθε ζεστά  και οικεία. Από τις πόρτες του μπακάλικου  περνούσε καθημερινά όλη η γειτονιά για να ψωνίσει σε οκάδες και δράμια. Οι προσερχόμενοι για ψώνια, συνήθως παιδιά ή νοικοκυρές, έπρεπε να έχουν το τεφτεράκι, όπου θα καταγράφονταν τα βερεσέδια, καθώς το χρήμα δεν κυκλοφορούσε αυτή την εποχή και η πίστωση ήταν σχεδόν αποκλειστικός τρόπος συναλλαγής.  Το τεφτέρι που παρουσιάσαμε είναι ένα χαρακτηριστικό ντοκουμέντο μιας όψης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής  των αρχών του περασμένου αιώνα. Για μένα προσωπικά είναι φυσικά κάτι παραπάνω. Είναι  ότι  απόμεινε να μου θυμίζει τη ζωή ενός  άξιου προγόνου που  δυστυχώς δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, ενός συμπονετικού οικογενειάρχη, ενός  έντιμου επαγγελματία που  απόδειξε ότι  η εντιμότητα και η επαγγελματική επιτυχία  μπορούν να συνυπάρχουν και να συμπορεύονται. Τα  μπακάλικα ξυπνούν  μνήμες, Μας  γυρνούν σε παιδικές αναμνήσεις, στις  δύσκολες εκείνες  εποχές, τότε που το καθημερινό φαγητό και η επιβίωση δεν ήταν κάτι εύκολο και αυτονόητο! Κάτι άλλο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν μια πολύχρωμη αφίσα που έβλεπα σε πολλά περιοδικά. Ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε αυτόν που πουλούσε επί πιστώσει και αυτόν που πωλούσε  της μετρητοίς. Κι όμως οι μπακάληδες της γειτονιάς μας επέμεναν  να βοηθούν πάντα τους ασθενέστερους και να πουλούν επί πιστώσει.


  Τα σύγχρονα μπακάλικα λίγη σχέση έχουν με τα παλιά. Ο ίδιος ο μπακάλης σήμερα είναι ένας άνθρωπος ενημερωμένος, με σπουδές, έχει ταξιδέψει, έχει ψάξει, έχει γνωρίσει πράγματα και αυτές τις γνώσεις τις μεταφέρει στους πελάτες του. Μπορεί να σου πει από την ιστορία που κρύβει το κάθε προϊόν μέχρι και συνταγή για να το φτιάξεις. Τα σύγχρονα μπακάλικα δεν είναι μικρά απρόσωπα σούπερ μάρκετ. Είναι ένας χώρος που θα πας, θα δεις, θα ρωτήσεις, θα μάθεις. Και θα ξαναπάς για να πεις τις εντυπώσεις σου από αυτό που αγόρασες την προηγούμενη μέρα. Όσο για την ύπαρξη ή μη του σύγχρονου μπακαλοτέφτερου, δυστυχώς δεν έχουμε καμία ενημέρωση για να σας τη μεταφέρουμε. Βλέπετε ο σύγχρονος μπακάλης είναι και εχέμυθος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: