Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Είχατε και εσεις φυλαχτό ή γούρι

 Από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι έχουν αναζητήσει τρόπους για να προστατευτούν από το κακό και να φυλάξουν την τύχη τους. Ένα από αυτά τα μέσα είναι τα φυλαχτά, αντικείμενα που πιστεύεται ότι φέρνουν καλή τύχη και προστατεύουν τον κάτοχό τους από κακοτυχίες. Αλλά, τι ακριβώς είναι ένα φυλαχτό και ποια είναι η πραγματική του αξία; Τα φυλαχτά ποικίλλουν από τη μορφή σε μορφή και από τον πολιτισμό σε πολιτισμό. Από αμάλγαμα μετάλλων σε λίθους, από μικρά αντικείμενα μέχρι πανάκριβα κοσμήματα, οι άνθρωποι φέρουν φυλαχτά για πολλούς λόγους. Κάποιοι πιστεύουν ότι προσδίδουν προστασία από το κακό μάτι ή την κατάρα, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι φέρνουν τύχη και ευημερία. Πέρα από τις παραδοσιακές πεποιθήσεις, η επιστήμη έχει μια διαφορετική άποψη για την αποτελεσματικότητα των φυλαχτών. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η δύναμη των φυλαχτών πηγάζει από την πίστη και τη ψυχολογική συμβολή που έχουν για τον κάτοχό τους. Η πίστη στην αποτελεσματικότητα ενός φυλαχτού μπορεί να έχει θετική επίδραση στην ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου, βοηθώντας τον να αντιμετωπίσει με περισσότερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία τις προκλήσεις της ζωής. Παρόλο που η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει σε σαφείς συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των φυλαχτών, η παράδοση και η πίστη σε αυτά συνεχίζουν να επιμένουν σε πολλούς πολιτισμούς παγκοσμίως. Άρα, το ερώτημα παραμένει: είναι τα φυλαχτά απλά αντικείμενα που φέρουν συμβολική αξία ή πραγματικά έχουν τη δύναμη να προστατεύσουν και να φέρουν τύχη; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην πίστη και τη σημασία που αποδίδει καθένας από εμάς σε αυτά τα μικρά αντικείμενα. Είτε πρόκειται για μια παράδοση που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, είτε για έναν απλό τρόπο να κρατάμε ζωντανή την ελπίδα στην καλή τύχη, τα φυλαχτά συνεχίζουν να είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.





Οι προξενήτρες τα παλιά χρόνια!!!

 


Στις παλαιότερες κοινωνίες, η εύρεση ενός κατάλληλου γαμπρού ή νύφης ήταν μια διαδικασία γεμάτη τυπικότητες και κοινωνικές προσδοκίες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι προξενήτρες έπαιζαν έναν καίριο ρόλο, λειτουργώντας ως μεσάζοντες για την σύναψη γάμων.

Ποιος ήταν ο ρόλος τους;

Εύρεση υποψηφίων: Οι προξενήτρες διατηρούσαν ένα δίκτυο επαφών και γνώριζαν τα διαθέσιμα "μερίδια" στην περιοχή.

Συλλογή πληροφοριών: Διερευνούσαν την οικογενειακή κατάσταση, την ηθική, την κοινωνική θέση και την οικονομική ευρωστία των υποψηφίων.

Διαμεσολάβηση: Ήταν υπεύθυνες για την οργάνωση συναντήσεων και την προώθηση της επικοινωνίας μεταξύ των οικογενειών.

Διαπραγμάτευση: Συζητούσαν τους όρους του γάμου, συμπεριλαμβανομένης της προίκας και των οικονομικών συμφωνιών.


Πώς γινόταν η προξενιά;

Συνήθως, οι οικογένειες απευθύνονταν σε μια προξενήτρα όταν έψαχναν γαμπρό ή νύφη για τα παιδιά τους.

Η προξενήτρα συναντούσε τα ενδιαφερόμενα μέλη και λάμβανε λεπτομερείς πληροφορίες για τις προσδοκίες και τις προτιμήσεις τους.

Στη συνέχεια, πρότεινε κατάλληλους υποψηφίους λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικά κριτήρια, όπως η κοινωνική τάξη, η θρησκεία και η οικονομική κατάσταση.

Εάν υπήρχε αμοιβαίο ενδιαφέρον, η προξενήτρα οργάνωνε μια συνάντηση γνωριμίας μεταξύ των υποψηφίων και των οικογενειών τους.

Σε περίπτωση που η γνωριμία ήταν επιτυχής, η προξενήτρα συνέχιζε να διαμεσολαβεί στις συζητήσεις για τους όρους του γάμου.

Ποια ήταν η κοινωνική θέση τους;

Η εργασία της προξενήτρας ήταν σεβαστή και απαραίτητη στις παραδοσιακές κοινωνίες.

Πιστεύονταν ότι διέθεταν γνώσεις και εμπειρία απαραίτητες για την επιτυχή σύναψη ενός γάμου.

Είχαν σημαντική κοινωνική επιρροή, καθώς η γνώμη τους έπαιζε σημαντικό ρόλο στην επιλογή του/της συζύγου.

Συμπέρασμα

Στα παλιά χρόνια, οι προξενήτρες διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στην κοινωνική ζωή, συμβάλλοντας στην δημιουργία οικογενειακών δεσμών. Σήμερα, με την αλλαγή των κοινωνικών норм και την υιοθέτηση νέων τρόπων γνωριμίας, ο ρόλος τους έχει ατονήσει σημαντικά.


καθίκι ή γιο-γιο!!!!!

 


Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης. Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο». Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός».





Θυμάσαι την ποδιά της γιαγιάς;


 Ο πρώτος σκοπός ήταν να προστατεύει τα ρούχα…

Αλλά επίσης:

Υπηρέτησε ως γάντι για να αποσύρει το τηγάνι από τη φωτιά..

Υπηρέτησε ως μαντίλι για να στεγνώνει τα δάκρυα των παιδιών αλλά και να καθαρίζει τα βρώμικα από το παιχνίδι πρόσωπά τους…

Στο κοτέτσι την χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει τα αυγά…

Όταν πήγαιναν επισκέψεις με την ποδιά έκρυβε τα ντροπαλά παιδιά…

Με αυτή κουβαλούσε πατάτες και ξύλα στην κουζίνα…

Στον κήπο χρησίμευε ως καλάθι για τα λαχανικά…

Όταν επισκέπτες έρχονταν ξαφνικά ήταν εκπληκτικό με πόση ταχύτητα η πόδια αφαιρούσε τη σκόνη από παντού…

Την ώρα του φαγητού η γιαγιά κουνούσε την ποδιά στην σκάλα κι έτσι οι άντρες ήξεραν ότι έπρεπε να μαζευτούν στο τραπέζι…

Η ποδιά ήταν το τέλειο μαξιλάρι για να στεγνώνει δάκρυα…

Ήταν όμως και ο τέλειος παραμυθάς αφού πάνω εκεί είχε πει η γιαγιά τα ωραιότερα παραμύθια…

Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βρεθεί το αντικείμενο που θα αντικαταστήσει την ποδιά αυτή…

Να είναι καλά οι γιαγιάδες όλου του κόσμου!

Walkman και κασέτα!

 


Η κασέτα ή κασέττα είναι μαγνητικό μέσο αποθήκευσης και αποτελείται από μια πλαστική θήκη μικρών διαστάσεων, μέσα στην οποία βρίσκεται μαγνητική ταινία στην οποία εγγράφονται κυρίως ηχητικές πληροφορίες. Η κασέτα είναι σχεδιασμένη να λειτουργεί με τύλιγμα / ξετύλιγμα της μαγνητικής ταινίας σε μικρές ενσωματωμένες μπομπίνες και να τοποθετείται σε ειδική ηλεκτρονική συσκευή, με κεφαλή ανάγνωσης, που καλείται κασετόφωνο. Η εγγραφή ηχητικών σημάτων σε μαγνητοταινίες στις ηχογραφήσεις των πρωτοτύπων μουσικών έργων ξεκινά από το 1945 και μετά. Τη δεκαετία του ΄80 κατέκλυσε κάθε σπίτι και αυτοκίνητο ξεπερνώντας κατά πολύ τις προβλέψεις των κατασκευαστών της.Η τεχνολογία της κασέτας επέτρεψε την πρώτη άνθιση των παράνομων ηχογραφήσεων, δηλαδή την «μουσική πειρατεία» μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, φαινόμενο που αντιμετωπίστηκε από τη μουσική βιομηχανία με το σύνθημα «Home taping kills music» (Το γράψιμο κασετών στο σπίτι σκοτώνει τη μουσική). Η κασέτα σήμερα ως μέσο έχει περιοριστεί σε ελάχιστη χρήση, λόγω σοβαρών μειονεκτημάτων (χαμηλή ποιότητα ήχου, σειριακή λογική ευρέσεως θεμάτων, ευπάθεια στον χρόνο) σε σχέση με το CD και τα μεταγενέστερα μέσα. 


Τα πρώτα κασετόφωνα ήταν απλές μονοφωνικές φορητές συσκευές με ενσωματωμένο μικρόφωνο, ώστε να μπορεί κανείς να ηχογραφήσει ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε. Ακολούθησε το κασετόφωνο αυτοκινήτου με τεράστια εμπορική επιτυχία. Το Walkman αποτέλεσε την κορύφωση της εμπορικής δημοφιλίας του κασετόφωνου αλλά σήμανε και την αρχή του τέλους του. Το 1982 εμφανίστηκε το CD (ψηφιακή συσκευή δίσκου οπτικής τεχνολογίας laser), το οποίο με βασικό του όπλο την καλύτερη ποιότητα ήχου, αρχικά σταδιακά και ραγδαία όταν εμφανίστηκε η τεχνολογία CD-R/W (εγγραφής / επανεγγραφής), υποσκέλισε απολύτως την παλιά και πολύ πετυχημένη, μαγνητική τεχνολογία.

Walkman και κασέτα!

Η αγαπημένη συντροφιά των εφηβικών μας χρόνων!

Ένας πιστός φίλος που γέμιζε με μουσική κάθε μας δραστηριότητα! Αναμνήσεις που θέλουμε να πατήσουμε replay και να τις ξαναζήσουμε! 

Το Κουτσό!!!

 


 Στα σοκάκια της κάθε γειτονιάς του χωριού, τα παιδιά ζωγράφιζαν με κιμωλία τετράγωνα με αριθμούς που απαιτούσε το δημοφιλές παιχνίδι, το πασίγνωστο “Κουτσό”! Μετά το σχόλασμα, περπατώντας οι μικροί μαθητές στα σοκάκια που υπήρχε ζωγραφισμένο το κουτσό, δεν έχαναν ευκαιρία να παίξουν αυτό το αγαπημένο τους παιχνίδι με τους συμμαθητές τους. 

Πως παίζεται; 

Αυτό το παιχνίδι παίζεται με πολλές παραλλαγές τόσο στον τρόπο παιξίματος όσο και στον τρόπο σχεδιασμού των τετραγώνων πάνω στα οποία τα παιδιά παίζουν το κουτσό. Εδώ θα αναφέρουμε έναν αρκετά διαδεδομένο τρόπο.Τα παιδιά σχεδιάζουν πάνω σε πλακόστρωτη ή τσιμεντένια επιφάνεια, συνήθως με κιμωλία, τέσσερα συνεχόμενα «κουτάκια», τα τρία πρώτα ίσα μεταξύ τους και το τέταρτο σχεδόν τριπλάσιο από τα άλλα. Συνήθως, τα τρία πρώτα κουτάκια ονομάζονται «σκαλιά» ενώ το τέταρτο, το μεγάλο, το λένε «βασιλιά». Στη συνέχεια, αφού τα παιδιά τα βγάλουν για να δουν με ποια σειρά θα παίξουν, βρίσκουν μια πλακέ πετρούλα. Το πρώτο στη σειρά παιδί παίρνει την πετρούλα και τη ρίχνει στο πρώτο σκαλί, προσέχοντας να μην τη ρίξει έξω από τα πλάγια και να μην αγγίξει τη διαχωριστική γραμμή γιατί κινδυνεύει έτσι να χάσει τη σειρά του. Άμα τη ρίξει σωστά, με λυγισμένο το ένα πόδι, πηδά κουτσό από το ένα σκαλί στο άλλο. Στο «βασιλιά» έχει το δικαίωμα να πάρει μια ανάσα και επιτόπου να στρίψει και να γυρίσει πάλι πίσω, από το ένα σκαλί στο άλλο, πάντα κουτσό. Όταν φτάσει στο σκαλί που είναι το πετραδάκι πρέπει να το κλωτσήσει έξω και, κυρίως, όχι πολύ μακριά αφού μ’ ένα πήδο πρέπει να το φτάσει και να το πατήσει κιόλας. Και σ’ όλα αυτά δεν πρέπει να πατήσει κάτω το κουτσό πόδι αλλά ούτε και να πατήσει με το «γερό» πόδι κάποια γραμμή, γιατί κινδυνεύει να χάσει τη σειρά του. Αν κάνει σωστά τα παραπάνω, συνεχίζει ο ίδιος ρίχνοντας το πετραδάκι στα υπόλοιπα σκαλιά. Αν το ίδιο παιδί ολοκληρώσει με επιτυχία το παιχνίδι σε όλα τα σκαλιά, κερδίζει «ρούμπο» και σταματά προσωρινά για να κάνουν τη σειρά τους και οι υπόλοιποι. Νικητής αναδεικνύεται αυτός που πρώτος θα συγκεντρώσει τρεις «ρούμπους».

        

Υποβρύχιο: Η πιο γλυκιά νοσταλγία από τα παιδικά μας

 


Πιο παλιά δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνικό σπίτι που να μην έχει αυτό το κέρασμα στο ντουλάπι. Αυτό κατά βάση γινόταν γιατί, ειδικά το καλοκαίρι, τα υπόλοιπα γλυκά δεν διατηρούνταν λόγω ζέστης και εφόσον δεν υπήρχαν ηλεκτρικά ψυγεία.  Έτσι, το μόνο γλυκό που μπορούσε να διατηρηθεί ήταν η βανίλια, που προσφερόταν μαζί με ένα ποτήρι δροσερό νερό. Το δροσερό «υποβρύχιο» ήταν το πιο λατρεμένο γλυκό του καλοκαιριού, με την μαστιχωτή του υφή και την υπέροχη γλύκα του και το άρωμά του, το πιο εύκολο αλλά και το πιο καλοδεχούμενο κέρασμα για τους επισκέπτες και η εύκολη λύση για τα απαιτητικά παιδόπουλα της οικογένειας  που γύρευαν κάτι γλυκό απεγνωσμένα. Αλλά και τα καφενεία της εποχής εκείνης σέρβιραν τα καλοκαίρια, αφειδώς, βανίλια υποβρύχιο, μαζί με τον καφέ και τα αναψυκτικά, κάτι που προτιμούσαν ιδιαίτερα οι κυρίες και τα παιδάκια (οι άντρες ντρέπονταν να παραγγείλουν βανίλια δημοσίως). Η διαδικασία απλή και πασίγνωστη: Ένα κουταλάκι, βούλιαγμα στη μαλακή, μυρωδάτη, μαστιχωτή και γλυκιά βανίλια, μια γενναία κουταλιά και βύθισμα μετά σ' ένα γυάλινο ψηλό ποτήρι γεμάτο με κρύο, κρυσταλλένιο νερό! Παρατηρούσες πρώτα τα παιχνιδίσματα της ζάχαρης που δραπέτευε στο νερό και ύστερα έφερνες το κουτάλι στο στόμα, έγλειφες ή έκοβες μικρά κομμάτια βανίλιας (ανάλογα με τα χούγια του ο καθένας) , έπινες και μια γουλιά κρύο νερό και το γλυκό "παιχνίδι" συνεχιζόταν μέχρις ότου η βανίλια εξαφανιστεί απ' το κουταλάκι. «Έξυνες»  με τα δόντια τα τελευταία υπολείμματα που έμεναν κολλημένα στο κουταλάκι κι έπειτα το ποτήρι κι έπινες μονοκοπανιά το νερό που είχε απομείνει και που είχε πάρει γλυκάδα και άρωμα από τη βανίλια. Κι αν σήμερα έχουμε γυρίσει την πλάτη σ' αυτό το ταπεινό γλύκισμα των παιδικών μας χρόνων, όμως, σε πείσμα των καιρών, όλα τα απογεύματα του καλοκαιριού μας μυρίζουν ακόμα (και θα μυρίζουν για πάντα) άρωμα βανίλιας!

Οι γυμναστικές επιδείξεις στα σχολεία


«Νους υγιής εν σώματι υγιή!». Το ρητό που εξέφραζε το εκπαιδευτικό σύστημα για πολλά χρόνια. Κάποτε η απόδειξη του υγιούς νου, ήταν το «Απολυτήριο», ενώ του υγιούς σώματος, οι «Γυμναστικές Επιδείξεις». Ήταν η μεγαλύτερη εκδήλωση του κάθε σχολείου Οι γυμναστικές επιδείξεις ήταν από τα πιο σημαντικά, αλλά και κουραστικά της σχολικής χρονιάς.  Ήταν εκδήλωση όλων των σχολείων την περίοδο πριν από το 1940, αλλά και μετά το 1945. Το περιεχόμενό της ήταν κυρίως αθλητικό,  αλλά και χορευτικό. Απ' όσο μπορώ να θυμάμαι διατηρήθηκαν μέχρι το 1971-72, ίσως και το 1973. Τα χρόνια εκείνα ήταν μια γιορτή για όλους τους κατοίκους. Δεν ερχόταν μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι, αλλά το σύνολο των κατοίκων.Ο Ιούνιος ήταν ο μήνας των γυμναστικών επιδείξεων στα σχολεία. Το καλοκαίρι και λίγο πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές του Δημοτικού και Γυμνασίου, έπρεπε να την τελειώσουν με τις γυμναστικές τους επιδείξεις και μπροστά στο κοινό του χωριού. Είχε προηγηθεί κόπος, πολλές πρόβες (πρωί και απόγευμα), μεγάλη προσπάθεια και πολύμηνη προετοιμασία από τον δάσκαλο,  ώστε την ημέρα αυτή το σχολείο να εντυπωσιάσει και να παρουσιάσει ένα καλό αποτέλεσμα, δηλαδή ένα συντονισμένο, πειθαρχημένο και καλά εκπαιδευμένο σύνολο μαθητών και μαθητριών. Όλα τα παιδιά προσπαθούσαν να είναι ντυμένα όσο το δυνατόν καλύτερα και ομοιόμορφα. Τα αγόρια φορούσαν συνήθως μπλε ή λευκό κοντό παντελονάκι με λευκή μπλούζα  και τα κορίτσια μπλε ή λευκή φούστα και λευκό μπλουζάκι. Τα χρώματα της σημαίας δηλαδή. Απαραίτητα τα λευκά πάνινα παπούτσια. Μπορεί οι γυμναστικές επιδείξεις να αποτελούν παρελθόν, οι μνήμες τους όμως είναι ακόμη ζωντανές. Με αγάπη και νοσταλγία θυμούνται  σήμερα οι μαθητές/-τριες εκείνης της εποχής, τις γυμναστικές επιδείξεις.  



Tο γλυκό του κουταλιού

 


Το πιο συνηθισμένο σπιτικό κέρασμα, στα παιδικά μας χρόνια, ήτανε το γλυκό του κουταλιού. Δεν υπήρχε, τότε, σπίτι, από το πιο φτωχικό ως το πιο πλούσιο, που να μην είχε «κρυμμένο» στα ντουλάπια του, σαν θησαυρό, ένα (τουλάχιστον) γυάλινο βάζο με γλυκό κουταλιού, φτιαγμένο από τα άξια χέρια της νοικοκυράς. Τρυφερές αναμνήσεις από μπουφέδες μιας άλλης εποχής γεμάτους με γυάλινα βάζα και μια ποικιλία από μικρά κρυστάλλινα πιατάκια,  παρέα με ασημένια κουταλάκια (η μόνη πολυτέλεια εκείνης της εποχής) γεμάτα με γυαλιστερό, καλά ‘δεμένο’ σιρόπι γύρω από το φρούτο! Κάθε εποχή τα δικά της φρούτα… κάθε φρούτο τη δική του τέχνη… και οι μαμάδες ή οι γιαγιάδες σπεσιαλίστες του είδους! Γυάλινα βάζα, με βιδωτό ή όχι καπάκι και λογιών λογιών γλυκά του κουταλιού έκαναν την εμφάνισή τους στις μαζώξεις της εποχής…Το σερβίρισμα του γλυκού του κουταλιού την δεκαετία του 50’ εξακολουθούσε να είναι μια ιεροτελεστία. Συνήθως ήταν κλειδωμένο σε κάποιο ντουλάπι για να μην το ξετρυπώνουν τα παιδιά του σπιτιού.  Εμφανιζόταν όταν ερχόντουσαν επισκέψεις στο σπίτι. Ειδικό βάζο με κουταλάκια να κρέμονται από το λαιμό του και ειδικά πιατάκια κρυστάλλινα.

 -Να σας κεράσω ένα γλυκάκι;

Αυτή ήτανε η συνηθισμένη ερώτηση της νοικοκυράς  σε κάθε επισκέπτη που διάβαινε την πόρτα του σπιτιού της. Σιγά σιγά άρχισε να χάνει την πρωτοκαθεδρία στο σπίτι. Από τη δεκαετία του 60 που το ηλεκτρικό ψυγείο είχε μπει για τα καλά στα σπίτια των Ελληνικών πόλεων άρχισαν να φτιάχνονται και να διατηρούνται γλυκά με υλικά που ήθελαν ψυγείο. Γλυκά με συνταγές που πολλές  ήλθαν από το εξωτερικό. Το γλυκό του κουταλιού άρχισε να παραμερίζεται και να θεωρείται ντεμοντέ όπως και τόσο άλλα πράγματα αυθεντικά ελληνικά. Ξεχάστηκε από τα περισσότερα νοικοκυριά. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι οι Έλληνες να το θυμηθούν και πάλι και να το εκτιμήσουν γιατί είναι το πιο υγιεινό από τα γλυκά. Γυναικείοι κυρίως συνεταιρισμοί σε όλη την Ελλάδα άρχισαν να φτιάχνουν γλυκά του κουταλιού με φρούτα και λαχανικά που παράγει ο κάθε τόπος,  την κάθε εποχή. Το γλυκό του κουταλιού έγινε και πάλι της μόδας. Νεραντζάκι πράσινο, συκαλάκι, κυδώνι, νεράντζι σε ρολά, καρυδάκι,  περγαμόντο, φράπα, φράουλα, αλλά και κολοκύθι, μελιτζανάκι, ντοματάκι, καρπούζι και ότι άλλο φανταστεί ο νους μας. Το κάθε ένα με την ξεχωριστή γεύση του και το χρώμα του. Κάποτε το μόνο γλυκό που υπήρχε στο σπίτι ήταν το γλυκό του κουταλιού.

Disco (ντισκοτέκ) του χωριού.

 


Οι παλιές ντισκοτέκ της Καρδάμαινας έγραψαν τη δική τους ιστορία στη νυχτερινή ζωή του χωριού. Τις χρυσές δεκαετίες του ’80 και του ’90, που μεσουρανούσε η μουσική ντίσκο, η νεολαία της εποχής ξημέρωνε υπό τους ήχους δυνατής χορευτικής και συνέρεε στα πιο γνωστά στέκια. Ένα από αυτά ήταν η ντισκοτέκ «NICOSILIA». Ασύγκριτες αναμνήσεις, αν είσαι από αυτούς που πέρασαν την νιότη τους αυτήν την δεκαετία ξέρεις ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Γέλια, ποτά, πειράγματα, φλερτ μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, φιγούρες, βλακείες της ανέμελης νιότης. Μία μασκαρεμένη αξέχαστη περίοδο, που σημαδεύτηκε ανεξίτηλα στις μνήμες όλων όσοι τη ζήσαμε. Ένα τεράστιο μαγαζί, με έντονα χρώματα παντού, πολύχρωμα νέον λαμπάκια, καθρέφτες στους τοίχους, κλασσικά διακοσμητικά στοιχεία, κορδέλες, πολλά και έντονα χρώματα, και μια τεράστια αστραφτερή ντισκόμπαλα στο κέντρο της πίστας και πολλά άλλα..Οι παλιές ντισκοτέκ του χωριού ήτανε η NICOSILIA η STARLIGHT και του GEORGES. Η NICOSILIA που ήταν άριστα εξοπλισμένη με την κλασική ντισκομπάλα πάνω από την πίστα, τα πολύχρωμα φωτορυθμικά,  και φυσικά με τους ανάλογους καθρέφτες. Έτσι είχαμε  μια ντίσκο στο χωριό μας πού για πολλούς ήταν  επιλογή βραδινής διασκέδασης και τι δεν γινόταν τότε μέχρι και μόδα ρούχων δημιουργώντας βραδιές fashion show όπως και διοργάνωσης πάρτι από Συλλόγους και άλλους. Τα βράδια να μαζεύονται όλοι στις καλοκαιρινές ντισκοτέκ και να αγωνιούν πότε θα βάλει ο DJ τo Disco Bouzouki για να επιδοθούν στο τρελό γαϊτανάκι τους. Είναι η εποχή που μεσουρανούν οι ντισκοτέκ στην Καρδάμαινα. Ήταν μία από τις ωραιότερες εποχές στο νησί μας. Με το χωριό γεμάτο τουρίστες,  ξένους και Έλληνες. Με τη νεολαία του νησιού να μαζεύεται κάθε βράδυ τους καλοκαιρινούς μήνες στη ντισκοτέκ και να διασκεδάζει. 

Η Πλατεία μου...


 Πάνε πενήντα χρόνια από τότε που η Πλατεία του χωριού μου, μ’ έκανε πάντα  περήφανο και κόρδωνα το κορμί σαν του κόκορα, γιατί ήταν η μεγαλύτερη Πλατεία στον κόσμο! Χωρούσαν μέσα της, ένα μουράγιο ολόκληρο με την ιχθυόσκαλα και τα καΐκια κι εφτά δρόμοι του χωριού, από τους οποίους ο ένας έφερνε το λεωφορείο από την πρωτεύουσα του νησιού. Κι ακόμα, ένα ολόκληρο ηρώο, αφιερωμένο στον άγνωστο στρατιώτη. Και πάνω απ’ όλα χωρούσαμε όλοι εμείς η πιτσιρικαρία η μεταπολεμική με τις παρελάσεις μας στις εθνικές επετείους και οι δάσκαλοι  όλοι και οι επίσημοι και το χωριό ολόκληρο…

…Άλλωστε, η Πλατεία του χωριού μου  ήταν όντως η μεγαλύτερη και κατόπιν τούτου, ο ομφάλιος λώρος της γης! Έτσι ήτανε. Όλη η ζωή μας περνούσε υποχρεωτικά από την Πλατεία κάθε μέρα.  Άσε που αργότερα, όταν ήρθαν και τα τουριστικά χρόνια και οι…κλίνες του χωριού έγιναν είκοσι χιλιάδες από χίλιες εκατό, έμαθα ότι η ζωή όλη περνούσε και τις…νύχτες από την Πλατεία. Επομένως, είχαμε και Πλατεία, πλέον, ζώσα επί  εικοσιτετραώρου βάσεως. Άστε που όλα τα δρώμενα του χωριού - όταν ήμασταν χωριό βέβαια (εννοώ επί της εποχής των χιλίων εκατό κατοίκων) - συνέβαιναν επί της Πλατείας. 

Φανταστείτε, ότι όλα τα απογευματινά χαστούκια (ξύλο να δουν τα μάτια σας!) από τους δασκάλους μας, έπεφταν επί της κεφαλής μας εντός της Πλατείας,  αφού εκεί συνήθως μας τσάκωναν πάνω στο παιγνίδι. Περιττό να τονισθεί, πως τα πρωϊνά χαστούκια έπεφταν εντός των  σχολικών αιθουσών. Χαρακτηριστικά  απομεινάρια των πρωϊνών και απογευματινών χαστουκιών ήταν το αποτύπωμα της διδασκαλικής παλάμης στα παιδικά μαγουλάκια μας και ο γεωγραφικός υγρός χάρτης στο κοντό παντελόνι ή στη φούστα ή στα λιγνά μεταπολεμικά ποδαράκια μας. Η συχνουρία ήταν σύνηθες…ιατρικό σύμπτωμα του φόβου και του τρόμου της χερούκλας  ή της  βίτσας από αγρελιά. Και να ’θελες ν’ αντισταθείς, μπορούσες;

Ας είναι όμως. Το θέμα είναι η Πλατεία. Αυτή η Πλατεία που μου σημάδεψε τη ζωή, ως τα σήμερα.

Η πρώτη τραυματική εμπειρία της ζωής μου, πέρασε από την Πλατεία. Από αυτή τη θεατρική σκηνή. Τη μεγαλύτερη Πλατεία όλου του κόσμου. Αρχές δεκαετίας του ΄50. 

Τότε που τα καραβάνια της μετανάστευσης, ήταν ο μόνος δρόμος της επιβίωσης. Όχι βέβαια και της αξιοπρέπειας… 

…Τότε που η κατάρα της φυλής -ή καλύτερα μια από τις κατάρες της φυλής-  το μικρόβιο του διχασμού μετέτρεψε ό,τι ομορφότερο  στο νησιωτικό μικρόκοσμο του Αιγαίου σε τόπους εξορίας και φυλακών και βασανιστηρίων και καταρράκωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Τότε που η μεταπολεμική ένδεια ήταν κοινωνικός κανόνας  που τους «αγκάλιαζε» σχεδόν όλους. Όλους τους ανθρώπους του μεροκάματου και του μόχθου. 

Τότε που υπήρχαν τα υποχρεωτικά μεροκάματα υπέρ του  «ανασυγκροτούμενου» ελληνικού κράτους…

…Τότε λοιπόν που συνέβαιναν όλ’ αυτά, η πατρίς λιμοκτονούσε, προσπαθώντας να κλείσει όπως-όπως τις πληγές του πολέμου, τις πρώτες πληγές αυτού του μεταναστευτικού ρεύματος, αυτού του ανθρώπινου φευγιού, του όπου  φύγει-φύγει! 


Και ήταν σκηνές πράγματι αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, τέτοιες, που μόνον ο μεγάλος Κάρολος Κουν μπορούσε να σκηνοθετήσει.  Οι ολοφυρμοί και τα ξεμαλλιάσματα των μανάδων στη μεγάλη Πλατεία με τα λυπητερά τραγούδια  του ξενιτεμού, θα μείνουν  ανεξίτηλα στη μνήμη.

Αν φεύγεις, άμε στο καλό

και στην  καλή την ώρα

κι εκεί που’ ναι(ν) οι στράτες σου,

τριαντάφυλλα και ρόδα.

Αγόρια και κορίτσια, ακόμη και στην ηλικία της εφηβείας, πήραν τότε το δρόμο της ξενιτιάς  και του εκπατρισμού. Αλλά  και πατεράδες, θυμάμαι, πνιγμένους στο κλάμα, ν’ ανεβαίνουν στο λεωφορείο της γραμμής για την πρωτεύουσα του νησιού κι από εκεί με το σαπιοκάραβο για τον Πειραιά και στη συνέχεια με το «Πατρίς», για να  μεταφερθούν στη μακρινή Αυστραλία, ως δουλοπάροικοι, ως εργάτες στην καλύτερη των περιπτώσεων, ξένοι στα ξένα, χωρίς καμιά γλώσσα για συνεννόηση…

…Πώς να ξεχάσεις, Θεέ μου, τέτοιες πληγές.  Και πώς μπορείς  να μη θυμάσαι την Πλατεία,  ακόμη και σήμερα  που την πλακόστρωσαν και την έκαμαν, λέει, πεζόδρομο!

Θυμάμαι σαν έφυγα στα δεκατέσσερα και ξαναγύρισα ύστερα από έξι-επτά  χρόνια, όταν αντίκρισα τη μεγαλύτερη Πλατεία του κόσμου,  στένεψε ο δικός μου κόσμος. Σκοτείνιασε η γη. Κατέρρευσα ο ίδιος. Ο μύθος μου δεν υπήρχε πια στις διαστάσεις που τον ήθελα. Η Πλατεία ήταν μια  χούφτα,  άντε μια δρασκελιά. Κι όμως εγώ τη γνώρισα τεράστια και ατέλειωτη, τόση που μας χωρούσε όλους όσοι μέναμε στο χωριό. Τώρα γιατί;

Τι να συνέβηκε άραγε; Κι όταν με πήραν τα δάκρυα, με συνέφερε ο φίλος, σαν του είπα  τι μου συνέβαινε. Απλώς είχα μεγαλώσει εγώ! Η Πλατεία, φαίνεται, είχε αρχίσει  να παίρνει τις κανονικές της   διαστάσεις! Βέβαια, αν μ’ έβαζαν οποιαδήποτε στιγμή της  ζωής  μου  να  διαλέξω, με σιγουριά θα διάλεγα τον κόσμο των μικρών παιδιών, που όλα τα βλέπουν μεγάλα, όλα τα μεγιστοποιούν, όλα τα μυθοποιούν κι είναι όλα τόσο όμορφα Θεέ μου, μα τόσο όμορφα….

Απόσπασμα από το βιβλίο του ΚΩΣΤΑΣ Ε. ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ



Φλορέττα – Η ιστορία της μηχανής που άφησε εποχή!!!

 


Στη χωριό μας οι Φλορέττες (Kreidler Florett), τα Zundapp και τα Sachs άφησαν εποχή και αγαπήθηκαν όσο λίγα δίτροχα στα 70s και στα 80s, με τα 50άρια τους κατά κύριο λόγο να αποτελούν το μέσο που πολλοί από τους σημερινούς 50άρηδες έμαθαν να οδηγούν. Η πρώτη Florett έκανε την εμφάνισή της το 1957, είχε δίχρονο κινητήρα 50 κυβικών, με απόδοση 3,6 ίππων και περιλάμβανε ακόμα και πετάλια, καθιστώντας την μοτοποδήλατο και όχι μοτοσυκλέτα. Στην πορεία, η μικρή φλορέττα απέκτησε μέχρι και 6.2 ίππους ισχύ και το 1967 παρουσιάστηκε και το σημαντικά εξελιγμένο μοντέλο Florett RS. Η Ελλάδα αποτέλεσε μια από τις μεγάλες αγορές, όσον αφορά τα δίκυκλα και η Florett δημιούργησε τον δικό της κύκλο θαυμαστών.  Ήταν όμορφη, σχετικά γρήγορη και άρεσε στους νέους της εποχής. Θεωρούταν μάλιστα και μαγνήτης για τα βλέμματα, αφού γενικότερα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 το να οδηγείς μια μοτοσυκλέτα ήταν «δήλωση» από μόνη της: ξεχώριζες εξ ορισμού από το πλήθος. Η «φλορέττα» ήταν εργαλείο δουλειάς, μεταφορικό μέσο και όχημα αναψυχής, σε έναν πετυχημένο συνδυασμό. Αν τυχόν βρεθείτε σε μία συνάντηση μοτοσυκλετών, ειδικά αν στην παρέα υπάρχουν και αναβάτες παλαιότερης γενιάς, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ακουστεί έστω και μια φορά, η λέξη «φλορέττα». Ποια είναι λοιπόν η μηχανή αυτή; Πρόκειται για την Kreidler Florett, μια γερμανική μοτοσυκλέτα η οποία υπήρξε από τις πιο επιτυχημένες μοτοσυκλέτες  σε όλη την Ευρώπη  τις δεκαετίες του 50 και του 60. Ήταν τα «γκάζια» της εποχής και παρά τον μικρό κυβισμό τους τα πιστονάκια τους «χτύπαγαν» υπερωρίες προσφέροντας κορυφαίες επιδόσεις ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Σήμερα οι εν λόγω εταιρείες, όπως τις γνωρίσαμε, δεν υφίστανται. Άλλες εξαφανίστηκαν, άλλες άλλαξαν χαρακτήρα. Ευτυχώς έχουν μείνει κάποιες αφίσες να θυμίζουν στους παλαιότερους τις θρυλικές εποχές και κάποια groups στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  που φροντίζουν να κρατούν ζωντανή και να διαιωνίζουν την ιστορία τους.

Αναμνήσεις από τα χρόνια που πλενόμασταν με Πράσινο Σαπούνι

 


Τότε που δεν υπήρχαν σαμπουάν, αφρόλουτρα και αρωματικά σαπούνια, υπήρχε το ένα και μοναδικό αγνό πράσινο σαπούνι, για όλες τις δουλείες, λούσιμο, μπάνιο και μπουγάδα. Αγνό, μυρωδάτο, με αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια, το πράσινο σαπούνι είναι συνώνυμο με την απαλή περιποίηση και την αστραφτερή καθαριότητα. Με το πράσινο σαπούνι μεγάλωσαν γενιές και γενιές, και αφού σήμερα αντικαταστάθηκε από υγρά σαπούνια, σαμπουάν και σκόνες απορρυπαντικά,βρίσκει θέση στο μοντέρνο νοικοκυριό μας και ακόμα και σήμερα θεωρείται το πιο ασφαλές σαπούνι για την προσωπική μας υγιεινή αλλά και για το καθημερινό μας νοικοκυριό. Το σαπούνι είναι πράσινο, κυρίως λόγω του χρώματος της ελιάς. Το ελαιόλαδο, έχει εξαιρετικά θεραπευτικές ιδιότητες από τα αρχαία χρόνια. Ωστόσο, πράσινο σαπούνι παράγεται και από άλλα φυτά, πέρα της ελιάς, διατηρώντας έτσι το μεγαλύτερο ποσοστό των πλεονεκτημάτων ενός φυσικά παρασκευασμένου προϊόντος.

Ποδήλατο, μία αγάπη παιδική!!!

 


Το ποδήλατο στις μακρινές πλέον δεκαετίες του 1970 και του 1980 δεν ήταν ένα απλώς παιχνίδι. Μαζί με την ποδοσφαιρική μπάλα ήταν ουσιαστικά οι κύριες ασχολίες των παιδιών που έβρισκαν μέσω αυτών τις διεξόδους τους στο καθημερινό παιχνίδι. θυμάμαι ότι τα ποδήλατα που είχαν τα περισσότερα παιδιά ήταν κάτι παλιατζούρες που είχαν γίνει έτσι για 3 λόγους:


Α ανήκαν αρχικά σε άλλους που μεγάλωσαν,

Β από την πολύ χρήση,

Γ από τις αυτοσχέδιες μετατροπές.

Βλέπω σήμερα τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν και αλλάζουν ποδήλατο και το παλιό τους ποδήλατο είναι σχεδόν καινούργιο.  Δεν έχουν βγάλει τα φτερά, δεν έχουν αλλάξει τη σέλα, δεν έχουν κάνει καμιά μετατροπή στα πιρούνια. Εμείς στο χωριό μέχρι και τα φρένα βγάζαμε για να το κάνουμε «άγριο» και να σκεφτείτε ότι δεν υπήρχε ούτε ποδηλατάδικο. Κάτι άλλο που θυμάμαι. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 80 βγήκαν κάτι ποδήλατα που τα λέγαμε κρός.


Είχαν αναρτήσεις μπρος πίσω ,μακριά σέλα και φτερά πλαστικά υπερυψωμένα πάνω από τους τροχούς. Η σχεδίαση τους ήταν τέτοια ώστε να μοιάζει με μηχανή κρός. Τα χρώματα έντονα και φανταχτερα, σε αντίθεση με τα δικά μας σιδερένια βαριά μεταχειρισμένα και σκουριασμένα ποδήλατα. Όλα τα παιδιά είχαμε πάθει πλάκα, και όπως τα ποδήλατα αυτά ήταν πανάκριβα και τα χρόνια φτωχικά στο χωριό, μόνο 2-3 παιδιά είχαν την δυνατότητα να έχουν τέτοιο ποδήλατο. Καταλαβαίνεται τώρα την ζήλια μας όλων των υπολοίπων που παρακαλούσαμε για μια βόλτα. Τελικά, δεν γνωρίζω γιατί, αυτά τα ποδήλατα καταργήθηκαν. Από το τέλος των 80ς δεν έχω ξαναδεί τέτοιο ποδήλατο!!!

“Θα σου πάρω ποδήλατο μόνο αν πάρεις καλούς βαθμούς!” / “Αν δεν περάσεις την τάξη ξέχνα το ποδήλατο!” / “Αν δεν βάλεις μυαλό, ποδήλατο δεν έχει!” Τα θυμάστε;

Τέτοιες δηλώσεις ήταν συνηθισμένες προειδοποιήσεις των γονιών προς τα παιδιά και δείχνουν πόσο μεγάλο όνειρο ήταν κάποτε η απόκτηση ενός ποδηλάτου. 


Μάρκες όπως Bismark,Rallye,Miele,Legnano είναι άγνωστες για εμάς αλλά πριν από δεκαετίες οι παππούδες μας, για όσους έχουμε την ηλικία των 40 και..., τα είχαν σαν μοναδικά μέσα στο χωριό. Να αναφέρουμε ότι, το Bismarck ήταν το πιο "γνωστό ποδήλατο σε αυτήν την κατηγορία, το αγαπημένο ποδήλατο της εργατιάς στην μεταπολεμική Ελλάδα". Απλή, στιβαρή, γερμανική κατασκευή, με καλή ποιότητα κύλισης. Τα ποδήλατα αυτά ήταν γνωστά και ως "ματρακάδες". Παλιά τα χρησιμοποιούσαν πολύ τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, ενώ παντού στην πόλη κυκλοφορούσαν αρκετά τέτοιου τύπου και χρησίμευαν όχι μόνο για τις μετακινήσεις των κατοίκων, αλλά ακόμη και για να πάνε στα κτήματά τους! Η Phillips ήταν μια αγγλική εταιρεία κατασκευής ποδηλάτων στο Birmingham με την ιστορία της να ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του ’20.  Στην δεκαετία όμως του ’50 την εξαγόρασε η Ralleigh. Τα ποδήλατα της Ralleigh ήταν τα πιο ακριβά και με σημαντική μάλιστα διαφορά από όλα τα υπόλοιπα, γιατί χρησιμοποιούσαν κορυφαία περιφερειακά όπως σασμάν τριών ταχυτήτων της Sturney Archer, φανάρια Miller, κέντρα και φρένα Phillips, στεφάνια τροχών Dunlop και βέβαια σέλλες Brooks. Παλαιότερα ακόμα το ποδήλατο  χρειαζόταν άδεια κυκλοφορίας, κάτι παρόμοιο με το σημερινό δίπλωμα οδήγησης και άδειας κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Αν συγκρίνουμε τους σημερινούς ελέγχους της τροχαίας με αυτούς που γινόταν πριν 60 χρόνια, θα διαπιστώσουμε τα εξής: Σήμερα ελέγχονται, κυρίως, το δίπλωμα, η άδεια κυκλοφορίας, η ζώνη ασφαλείας ή το κράνος στις μηχανές και το παράνομο παρκάρισμα. Πριν 60 χρόνια ελέγχονταν: η άδεια κυκλοφορίας του ποδηλάτου, αν υπήρχε φως και αν διέθετε κουδούνι το ποδήλατο.

Αυτή λοιπόν ήταν μια από τις ποδηλατικές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.

Λούνα Παρκ: Η σειρά που καθήλωσε τους τηλεθεατές για χρόνια

 


Η τηλεόραση έχει αρχίσει πλέον να μπαίνει στα ελληνικά νοικοκυριά.

Το Λούνα Παρκ ήταν τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ από το 1974 έως το 1981 (1974-1975 σαν ΕΙΡΤ). Το 1ο επεισόδιο προβλήθηκε στις 11 Ιουλίου 1974 και το τελευταίο στις 9 Μαΐου 1981. Η σκηνοθεσία και τα κείμενα ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και η μουσική του Μίμη Πλέσσα. Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ενσάρκωνε τον κυρ-Γιώργη,  κορυφαίο ρόλο που άφησε εποχή. Κάθε Πέμπτη από το 1974 έως το 1981 όλοι έβλεπαν, Λούνα Παρκ. Το Σάββατο 9 Μαΐου 1981 μεταδόθηκε, η τελευταία εκπομπή.  «Καλησπέρα σας. Άλλη μια εκπομπή του Λούνα Παρκ είναι πάλι κοντά σας, μόνο που αυτή τη φορά είναι η τελευταία» κι κάπως έτσι το Λούνα Παρκ αποχαιρετά το φανατικό κοινό του.

Ο Αγαπητός κυρ Γιώργης του Λούνα Πάρκ σχολιάζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο το παγκόσμιο κύπελλο (του 1978).



Τα ανέμελα παιδικά χρόνια!!!

 


Για ένα παιδί, το να είσαι ανέμελος σημαίνει να ζεις μία όμορφη ζωή. Οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν πίσω στην παιδική τους ηλικία έχοντας όμορφες αναμνήσεις γεμάτες ανεμελιά και εμπειρίες δίχως άγχος και ανησυχίες. Τότε που περνούσαν ατελείωτες ώρες παίζοντας ελεύθερα στην γειτονιά ή κυνηγώντας την αγάπη τους ή βιώνοντας έντονες περιπέτειες χωρίς έγνοιες και φόβο. Τέτοιες τρυφερές μνήμες είναι συχνά σε πλήρη αντίθεση με τις ζωές που πολλοί  από εμάς ζούμε ως ενήλικοι, όπου η πίεση και το άγχος φαίνονται να μας κυριεύουν. Τα παιδικά μας χρόνια. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μας. Τα πιο ανέμελα χρόνια, αυτά μαζί με τα σχολικά. Γονείς,  μεγαλύτερα αδέρφια και ξαδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι, θείες, είναι κατά πάνω μας. Κάποιες φορές για να μας βοηθήσουν, άλλες για να μας χαρούν, ενώ άλλες για να μας δείξουν ποιο είναι το σωστό. Μόνο όταν φεύγουν τα ανέμελα χρόνια καταλαβαίνεις την αξία τους. 

Το χωριό και οι κοτούλες!!!

 


Στα παλιά τα χρόνια, μαζί με το μποστάνι, ήταν συνηθισμένο τα νοικοκυριά να διατηρούν ένα κοπαδάκι κότες, για να έχουν τα φρέσκα αυγουλάκια τους αλλά και κανένα πουλερικό για το οικογενειακό τραπέζι. Παλιά οι κότες δεν έλειπαν από κανένα σπίτι στο χωριό αφού εκτός από την πολύ καλή παραγωγή αυγών (περίπου 260 το χρόνο) είχαν νόστιμο και αφράτο κρέας σε αρκετά μεγάλη ποσότητα. Η Ελληνική ράτσα που είχαν παλιά στα χωριά γίνονταν οι καλύτερες κλώσσες!!! Πρόκειται για ντόπιες κότες οι οποίες επιβίωναν σε όλες τις κακουχίες, ανεπηρέαστες από τις ασθένειες που θερίζουν τα σημερινά κοτέτσια και μπορούσαν να αναπτυχθούν σε οποιαδήποτε συνθήκες εξωτερικού περιβάλλοντος. Οι κότες είναι από τα πιο παραγωγικά οικόσιτα ζώα. Τα αυγά τους είναι από τις πιο νόστιμες, θρεπτικές και υγιεινές τροφές που υπάρχουν. 
Και το καλύτερο είναι ότι έχοντας τις δικές μας κότες ελέγχουμε τι τρώνε και επομένως τι πάει στο αυγό που μας προσφέρουν. Έτσι είμαστε ήσυχοι ότι στα αυγά, που τρώμε και δίνουμε στα παιδιά μας, δεν υπάρχουν ανεπιθύμητα αντιβιοτικά και άλλα κτηνιατρικά φάρμακα και κατάλοιπα. Όσοι έχουν κότες ξέρουν πολύ καλά ότι η γεύση και η ποιότητα των δικών τους αυγών είναι άλλου επιπέδου.

Το σινεμά του Κωλέτη!!!


 Παλαιά στην Κω υπήρχε ένας  περιοδεύων, ιδιωτικός κινηματογράφος της οικογένειας Κωλέττη. Πάνω στον τοίχο ενός καφενείου  ή ενός Σχολείου  του χωριού, οι απομονωμένοι κάτοικοι των χωριών, μπορούσαν να απολαύσουν μερικές  Κυριακάτικες,  στιγμές ξενοιασιάς και να ξεφύγουν από την σκληρή  πραγματικότητα και από τον επίπονο, καθημερινό μόχθο της γης. Ο παλιός τοίχος (δεν υφίσταται πλέον - βλέπε φώτο) δίπλα στο Λιμεναρχείο, εκεί έκανε προβολές ο αξέχαστος Κωλέττης, μας θυμίζουν τα όμορφα νοσταλγικά καλοκαίρια που όλοι οι κάτοικοι  του χωριού μας ψυχαγωγούνταν με τις ταινίες που προβάλλονταν στον λευκό φόντο του τοίχου! Ο θερινός κινηματογράφος στην παραλία του χωριού, ξεκίνησε τις προβολές του για το κοινό περίπου το 1960 χωρίς να είμαι σίγουρος, ήδη το ρεύμα είχε έρθει πλέον στο χωριό και αυτό βοηθούσε ώστε να υπάρχει φωτισμός στον παραλιακό δρόμο με τα καθίσματα, αλλά και στο χώρο που λειτουργούσε η κινηματογραφική μηχανή. Η παρακολούθηση μιας ενδιαφέρουσας ταινίας στη μεγάλη οθόνη μετά την δύσκολη ημέρα εργασίας έρχονταν ως αγχολυτικό από τις σκοτούρες της καθημερινότητας. Η εικόνα του κινηματογράφου, με τη δύναμη της φυσικότητας και την παραστατικότητα της κίνησης, έφερνε όλους τους κατοίκους του χωριού στο θερινό σινεμαδάκι… Γοητευμένοι, οι θεατές μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες ανακάλυπταν το σύμπαν που τους περιέβαλλε: άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες εποχές, άλλες συνήθειες. Άλλοτε ο Κωλέττης έκανε προβολές και μέσα σε καφενεία και ένα αστείο που σημειώθηκε σε κάποια προβολή, έπεσε το καρούλι της ταινίας στον διάδρομο και ο αείμνηστος Κωλέττης έλεγε στο κοινό που παρακολουθούσε την συνέχεια της ταινίας με το στόμα του. Άλλα χρόνια άλλες εποχές!!!Οι προβολές σταμάτησαν  όταν η μικρή οθόνη έκανε πλέον σαρωτική την εμφάνισή της.

Όλοι κάποτε παίξαμε με τα αυτοκινητάκια!!!

 


Αυτοκινητάκια... Μια "μαγική" λέξη που φέρνει κατευθείαν στο νου τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού στην παιδική μας ηλικία. Oι πρώτες βόλτες όλων μας, ήταν με …τα χέρια ! Χέρια που οδήγησαν τα εκατοντάδες μεταλλικά μικρά αυτοκινητάκια που συλλέγαμε παιδιά.  Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα ή μπλε, λίγη σημασία είχε. Όλα μας οδηγούσαν στις κρυφές επιθυμίες των ονείρων μας! Καθώς τα χρόνια περνούσαν, έγινε φανερό πως τα αυτοκινητάκια αυτά, που αρχικά φτιάχτηκαν για να ικανοποιήσουν την πρώιμη ανάγκη του παιδιού να λειτουργήσει ως οδηγός-χειριστής μιας όμορφης μηχανής, δεν μπορούσαν να μην τραβήξουν το ενδιαφέρον και μερίδας ενηλίκων. Αφού οι κατασκευές αυτών των μικρών αυτοκινήτων-παιχνιδιών έφτασαν σε τόσο υψηλό επίπεδο πιστότητας αντιγραφής, υπήρξαν πολλοί που θέλησαν να τα αποκτήσουν, για να δημιουργήσουν μια προσωπική συλλογή. Όμορφα χρόνια που θα είναι πάντα παρκαρισμένα σε ξεχωριστό κομμάτι της καρδιάς μας. 

Το μπακάλικο της γειτονιάς!!!


Για περίπου 30 χρόνια, από την λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70, την ραχοκοκαλιά του λιανικού εμπορίου, αποτελούσαν αποκλειστικά τα μπακάλικα της γειτονιάς. Ποιος είναι αυτός που είναι γεννημένος τη δεκαετία του ’70 και πίσω και  δεν έχει αναμνήσεις από το Μπακάλικο της γειτονιάς (Ζαντάς - Κωνσταντινιά-Καμπουράκη-Τουλί-Λουις,Κωστάκη- Καζάντης και παλιότερα Χαρίτος-Βαληνάκης-Σκανδαλίδης κ.ο.). Είναι κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας. Τα μπακάλικα ήταν τότε σαν τις ενορίες… Κάθε περιοχή είχε τον μπακάλη της. Παρ’ ότι για την εποχή τους ήταν «Παντοπωλεία», δηλαδή πουλούσαν τα πάντα, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά σουπερμάρκετ. Η εργασιακή πρακτική στα παλαιά παντοπωλεία, δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πρακτική στα σούπερ μάρκετ ή στα μίνι μάρκετ ή και τα σύγχρονα «μπακάλικα». Κατ’ αρχήν, ήταν άλλη η μονάδα μετρήσεως: ήταν η οκά, τουρκικής προελεύσεως, που υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (μία οκά αντιστοιχούσε σε 1.280 γραμμάρια). Οι πελάτες ζητούσαν π.χ. 2 οκάδες πατάτες ή 150 δράμια φέτα. Το ίδιο ίσχυε και για τα υγρά: 100 δράμια κρασί (το κατοσταράκι), 50 δράμια οινόπνευμα κ.ο.κ. (η οκά καταργήθηκε τον Απρίλιο του 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό). Δεν υπήρχαν τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα, αλλά όλα ήταν χύμα, εκτός από κομπόστες, τοματοπολτό, μπάμιες σε κονσέρβα,  σαρδέλες του κουτιού κ.ά. Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν σε σακιά (τσουβάλια) και το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα. Ο πελάτης έφερνε για να γεμίσει από το σπίτι το δικό του μπουκάλι. Οι ρέγκες ήταν μέσα σε ξύλινα κουτιά και οι σαρδέλες μέσα στο χοντρό αλάτι. Τις ρέγκες στο σπίτι τις καψάλιζες και τις αντσούγιες τις έπλυνες με νερό κάτω από τη βρύση για να φύγει το πολύ χοντρό αλάτι. Για χαρτί περιτυλίγματος χρησιμοποιούσαν εφημερίδες. Αυτές οι εφημερίδες ήταν κατά κάποιο τρόπο «προσφορά» του καταστήματος, διότι στη συνέχεια στο σπίτι μπορούσες να διαβάσεις τα νέα, έστω και μπαγιάτικα. Η πρώτη  εντύπωση για εκείνον που έμπαινε σ’ ένα μπακάλικο ήταν οσφρητική.  Μια βαριά μυρουδιά ανάμικτη από παστό κολιό, σαρδέλα, ρέγκα και μπακαλιάρο σε άρπαγε από τη μύτη συνοδευόμενη μάλιστα –προσωπικά τουλάχιστο έτσι το ένιωθα- με μια αίσθηση υγρασίας. Στη συνέχεια έβλεπες τσουβάλια αραδιασμένα στη μέση του μαγαζιού ή στον τοίχο με λογής όσπρια, ρύζι, ζάχαρη, πατάτες και με άλλα παρεμφερή με επιμελώς  γυρισμένα τα χείλη, ώστε να φαίνεται καλά το περιεχόμενο εμπόρευμα. Αυτά τα γραφικά μαγαζάκια εκτελούσαν σπουδαίο κοινωνικό έργο με το βερεσέ χωρίς τόκο για τους οικονομικά αδύναμους της γειτονιάς.

Μέσα σ’ αυτά ο κόσμος ένιωθε ζεστά  και οικεία. Από τις πόρτες του μπακάλικου  περνούσε καθημερινά όλη η γειτονιά για να ψωνίσει σε οκάδες και δράμια. Οι προσερχόμενοι για ψώνια, συνήθως παιδιά ή νοικοκυρές, έπρεπε να έχουν το τεφτεράκι, όπου θα καταγράφονταν τα βερεσέδια, καθώς το χρήμα δεν κυκλοφορούσε αυτή την εποχή και η πίστωση ήταν σχεδόν αποκλειστικός τρόπος συναλλαγής.  Το τεφτέρι που παρουσιάσαμε είναι ένα χαρακτηριστικό ντοκουμέντο μιας όψης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής  των αρχών του περασμένου αιώνα. Για μένα προσωπικά είναι φυσικά κάτι παραπάνω. Είναι  ότι  απόμεινε να μου θυμίζει τη ζωή ενός  άξιου προγόνου που  δυστυχώς δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, ενός συμπονετικού οικογενειάρχη, ενός  έντιμου επαγγελματία που  απόδειξε ότι  η εντιμότητα και η επαγγελματική επιτυχία  μπορούν να συνυπάρχουν και να συμπορεύονται. Τα  μπακάλικα ξυπνούν  μνήμες, Μας  γυρνούν σε παιδικές αναμνήσεις, στις  δύσκολες εκείνες  εποχές, τότε που το καθημερινό φαγητό και η επιβίωση δεν ήταν κάτι εύκολο και αυτονόητο! Κάτι άλλο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν μια πολύχρωμη αφίσα που έβλεπα σε πολλά περιοδικά. Ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε αυτόν που πουλούσε επί πιστώσει και αυτόν που πωλούσε  της μετρητοίς. Κι όμως οι μπακάληδες της γειτονιάς μας επέμεναν  να βοηθούν πάντα τους ασθενέστερους και να πουλούν επί πιστώσει.


  Τα σύγχρονα μπακάλικα λίγη σχέση έχουν με τα παλιά. Ο ίδιος ο μπακάλης σήμερα είναι ένας άνθρωπος ενημερωμένος, με σπουδές, έχει ταξιδέψει, έχει ψάξει, έχει γνωρίσει πράγματα και αυτές τις γνώσεις τις μεταφέρει στους πελάτες του. Μπορεί να σου πει από την ιστορία που κρύβει το κάθε προϊόν μέχρι και συνταγή για να το φτιάξεις. Τα σύγχρονα μπακάλικα δεν είναι μικρά απρόσωπα σούπερ μάρκετ. Είναι ένας χώρος που θα πας, θα δεις, θα ρωτήσεις, θα μάθεις. Και θα ξαναπάς για να πεις τις εντυπώσεις σου από αυτό που αγόρασες την προηγούμενη μέρα. Όσο για την ύπαρξη ή μη του σύγχρονου μπακαλοτέφτερου, δυστυχώς δεν έχουμε καμία ενημέρωση για να σας τη μεταφέρουμε. Βλέπετε ο σύγχρονος μπακάλης είναι και εχέμυθος.