Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Γιορτή του Μπακαλιάρου στις 25 Μαρτίου: Μια Γευστική Εμπειρία με Παράδοση και Ιστορία

 


Κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, οι Έλληνες γιορτάζουν την εθνική εορτή της Ελλάδας, την επέτειο της επανάστασης του 1821 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς και την θρησκευτική. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλη Σαρακοστής, που αποτελεί την παλαιότερη και την πιο αυστηρή χρονική περίοδος νηστείας, καθιερωμένη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., η Εκκλησία επιτρέπει μόνο δύο φορές την κατανάλωση ψαριού, εκ των οποίων η μία είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και η άλλη η Κυριακή των Βαΐων.  Αυτή η ημέρα είναι γεμάτη από παραδόσεις, τελετές και γεύσεις που αναδεικνύουν τον πλούτο της ελληνικής κουλτούρας. Μια από τις πιο αγαπημένες παραδόσεις είναι η κατανάλωση του μπακαλιάρου σκορδαλιάς, ένα πιάτο που συνδυάζει τη γεύση με την ιστορία. Ο μπακαλιάρος σκορδαλιάς είναι ένα παραδοσιακό πιάτο που έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κουζίνα. Το κύριο συστατικό, ο μπακαλιάρος, είναι ένας από τους πλούσιους πόρους θρεπτικών ουσιών που παρέχει το Ελληνικό τοπίο. Παρά τις αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, η μπακαλιάρος σκορδαλιά παραμένει ένα αγαπημένο πιάτο που φέρνει μαζί τη γεύση της παράδοσης και τη μαγεία της γευστικής απόλαυσης. Η παρασκευή του πιάτου αυτού έχει τη δική της τελετουργία. Η μπακαλιάρος, που συνήθως είναι αλατισμένη και ξηρή, πρέπει να μουλιαστεί για να αφαιρεθεί το άλας και να μαλακώσει. Στη συνέχεια, συνδυάζεται με πατάτες που τηγανίζονται μέχρι να ψηθούν αργά και να αποκτήσουν μια χρυσαφένια και τραγανή επιφάνεια. Το πιάτο συνοδεύεται συχνά με σκορδαλιά, μια κρεμώδη σάλτσα από σκόρδο, ελαιόλαδο, ξύδι και αλάτι, που προσδίδει μια έντονη γεύση και μια πικάντικη νότα. Εκτός από την απόλαυση της γεύσης, η κατανάλωση του μπακαλιάρου σκορδαλιάς στις 25 Μαρτίου έχει και μια συμβολική σημασία. Αυτό το πιάτο είναι συνδεδεμένο με την επέτειο της ελληνικής επανάστασης και την αναγέννηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η επιλογή αυτής της συνταγής για τη γιορτή δείχνει τον σεβασμό και την εκτίμηση προς τους πρόγονους μας και την παράδοση που μας κληροδότησαν.

Είχατε και εσεις φυλαχτό ή γούρι

 Από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι έχουν αναζητήσει τρόπους για να προστατευτούν από το κακό και να φυλάξουν την τύχη τους. Ένα από αυτά τα μέσα είναι τα φυλαχτά, αντικείμενα που πιστεύεται ότι φέρνουν καλή τύχη και προστατεύουν τον κάτοχό τους από κακοτυχίες. Αλλά, τι ακριβώς είναι ένα φυλαχτό και ποια είναι η πραγματική του αξία; Τα φυλαχτά ποικίλλουν από τη μορφή σε μορφή και από τον πολιτισμό σε πολιτισμό. Από αμάλγαμα μετάλλων σε λίθους, από μικρά αντικείμενα μέχρι πανάκριβα κοσμήματα, οι άνθρωποι φέρουν φυλαχτά για πολλούς λόγους. Κάποιοι πιστεύουν ότι προσδίδουν προστασία από το κακό μάτι ή την κατάρα, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι φέρνουν τύχη και ευημερία. Πέρα από τις παραδοσιακές πεποιθήσεις, η επιστήμη έχει μια διαφορετική άποψη για την αποτελεσματικότητα των φυλαχτών. Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η δύναμη των φυλαχτών πηγάζει από την πίστη και τη ψυχολογική συμβολή που έχουν για τον κάτοχό τους. Η πίστη στην αποτελεσματικότητα ενός φυλαχτού μπορεί να έχει θετική επίδραση στην ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου, βοηθώντας τον να αντιμετωπίσει με περισσότερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία τις προκλήσεις της ζωής. Παρόλο που η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει σε σαφείς συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των φυλαχτών, η παράδοση και η πίστη σε αυτά συνεχίζουν να επιμένουν σε πολλούς πολιτισμούς παγκοσμίως. Άρα, το ερώτημα παραμένει: είναι τα φυλαχτά απλά αντικείμενα που φέρουν συμβολική αξία ή πραγματικά έχουν τη δύναμη να προστατεύσουν και να φέρουν τύχη; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην πίστη και τη σημασία που αποδίδει καθένας από εμάς σε αυτά τα μικρά αντικείμενα. Είτε πρόκειται για μια παράδοση που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, είτε για έναν απλό τρόπο να κρατάμε ζωντανή την ελπίδα στην καλή τύχη, τα φυλαχτά συνεχίζουν να είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.





Πινακωτή

 


Η πινακωτή είναι μια ξύλινη κατασκευή με χωρίσματα όπου τοποθετούσαν το ζυμάρι για να φουσκώσει κατά την παραδοσιακή μέθοδο παρασκευής ψωμιού. Συνήθως είχε πολλά χωρίσματα, ένα για κάθε καρβέλι. Εκτός από τις πινακωτές χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ξύλινα σκεύη για την τοποθέτηση και το «ανέβασμα» δηλαδή το φούσκωμα της ζύμης μετά το πλάσιμο, όπως μικρά πανέρια ( ρηχά καλάθια),μονόξυλα πινάκια (ξύλινα πιάτα) και επίπεδες σανίδες. Τόσο στις πινακωτές όσο και στα άλλα σκεύη πρώτα τοποθετούσαν ένα μακρόστενο βαμβακερό ύφασμα, το «μεσάλι» ή «ψωμομέσσαλο» όπου το πασπάλιζαν με αλεύρι κουκουλωμένο όλη τη νύχτα. Κρατούσαν πάλι ένα κομμάτι ζυμάρι (προζύμι), για να γίνει το ψωμί της επόμενης εβδομάδας. Αφού φούσκωναν την άλλη ημέρα, τα τοποθετούσαν προσεχτικά στο φτυάρι «φουρνόφτυαρο» ή «ψωμόφτυαρο», το οποίο πασπάλιζαν κι αυτό με αλεύρι και τα έψηναν σε ξυλόφουρνους.  

Η αλισίβα!!!

 


Η αλισίβα, ή αλουσά, ή σταχτόνερο, είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με τον βρασμό του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα. Από πολύ παλιά χρησιμοποιούσαν την αλισίβα στο πλύσιμο των ρούχων. Η γιαγιάδες μας έφτιαχναν αλισίβα για τα ασπρόρουχα από την στάχτη που μάζευαν από τον ξυλόφουρνο. Στην μπουγάδα που έφτιαχναν πρόσθεταν και φλούδες λεμονιού για να γίνουν ακόμα πιο άσπρα τα ρούχα. Τα φρεσκοπλυμένα ρούχα μοσκοβολούσαν φρεσκάδα, καθαριότητα και υγιεινή! Ας γνωρίσουμε λοιπόν την πολύτιμη στάχτη, τη θαυματουργή αλισίβα και τις πολυπληθείς χρήσεις τους. Η στάχτη από ξύλα είναι η σκόνη που έμεινε από την καύση τους . Όταν λέμε ξύλα εννοούμε μόνο φυσικά, όχι με βαφές, κόλλες  ή επεξεργασμένα.  Για να μαζέψουμε στάχτη για οικιακή χρήση και φυσικά για να παρασκευάσουμε αλισίβα, πρέπει να προσέξουμε μέσα στη φωτιά να μην έχουν πέσει πλαστικά, αποτσίγαρα, ή οποιοδήποτε άλλο σκουπίδι που θα μπορούσε να μολύνει την στάχτη μας. Επίσης φροντίζουμε να έχουμε ανάψει τη φωτιά με φυσικό προσάναμμα και όχι με χημικό. Όταν σβήσει η φωτιά περιμένουμε να κρυώσει  εντελώς η στάχτη και μετά τη συλλέγουμε. Από τη στάχτη ξεχωρίζουμε την άσπρη στάχτη που έχει μείνει πάνω-πάνω από τα καρβουνάκια και την αποθηκεύουμε σε ένα μεταλλικό δοχείο με καπάκι. Τα καρβουνάκια τα κρατάμε σε άλλο δοχείο. Δεν πετάμε τίποτα, γιατί όλα χρειάζονται! Μπορούμε να φτιάξουμε πολύ εύκολα αλισίβα και να τη φυλάξουμε στο ψυγείο για αρκετό καιρό. Βράζουμε 6 φλιτζάνια του τσαγιού νερό και ρίχνουμε μέσα 2 κουταλιές της σούπας στάχτη καθαρή και καλά κοσκινισμένη. Ανακατεύουμε για λίγο και αφήνουμε να βράσει για 5 λεπτά. Κατεβάζουμε από την φωτιά και αφήνουμε την στάχτη να κατασταλάξει. Αφού γίνει αυτό, την σουρώνουμε και την βάζουμε στο ψυγείο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αμέσως μετά την παρασκευή της.



Ο παλιός χωριάτικος φούρνος


 Όταν τέλειωνε το χτίσιμο του χωριάτικου σπιτιού, στα χρόνια τα παλιά, οι μαστόροι δε φεύγανε αν δεν φτιάχνανε και το φούρνο του σπιτιού, εκεί κοντά του, αγκαλιαστά σχεδόν. Με άμμο, ασβέστη και πέτρες, λοιπόν, χτίζανε, οι μαστόροι το «κορμί» του φούρνου και από μέσα, το θόλο του, τον φτιάχνανε με κομματάκια κεραμίδι για να κρατάει τη ζέστα στα σωθικά του και να ψήνει καλά τα ψωμιά αλλά και τα φαγητά που έβαζε μέσα του η νοικοκυρά του σπιτιού μέσα στα γανωμένα χαλκωματένια ταψιά. Στο «πάτωμα» του φούρνου (για τον ίδιο λόγο) βάζανε πλάκες πέτρινες  ή πήλινες ψημένες στο καμίνι ή το στρώνανε με «κουρασάνι», λάσπη (δηλαδή) από τριμμένο κεραμίδι. Το φούρνο τον φτιάχνανε τόσο μεγάλο που να χωράει 12 μέχρι 15 καρβέλια ή 7 με 8 μέτρια ταψιά. Από κάτω από το φούρνο αφήνανε έναν άδειο χώρο που τόνε λέγανε φουρνόλακκα.  Εκεί ρίχνανε τη στάχτη από το κάψιμο του φούρνου, για να την πάρουνε μετά και να φτιάξουνε αλισίβα για το πλύσιμο των ρούχων, αποθηκεύανε ξύλα και παλιότερα βάζανε στο φουρνόλακκα και τα χοιρινά για να κοιμώνται επειδή είχε ζεστασιά. Τέλος σκεπάζανε το φούρνο με κεραμίδια και μετά ήτανε έτοιμος για το ιερό του καθήκον, να ψήνει, δηλαδή, το ψωμί της οικογένειας αλλά και τα ψητά στις μεγαλογιορτές και στις επίσημες τις μέρες. Το «στόμα» του φούρνου ήτανε στρογγυλό, για να μη χαλάνε τα χείλη του και το αλείφανε με λάσπη από κοκκινόχωμα ή το συγκρατούσανε με μεγάλα χτισμένα κεραμίδια ή με δυο πέτρες μακρουλές και το κλείνανε καλά με μια τετράγωνη πέτρινη πλάκα που είχανε ψάξει και βρει  στο βουνό. Αργότερα κλείνανε το φούρνο με μια μισοστρόγγυλη λαμαρίνα (φτιάξιμο του σιδερά) που είχε κι ένα χεράκι για πιάσιμο και τη λέγανε κι αυτή «πλάκα», όνομα που της έμεινε από την πέτρα που βάζανε παλιότερα. Στο «κρύο» και στην «παγωνιά» της σημερινής ζωής, ο παλιός ο φούρνος, ο χωριάτικος, μπορεί ακόμα να ζεσταίνει τις ψυχές των ανθρώπων που τον αναθυμούνται.



Το σίδερο με τα κάρβουνα


 Την εποχή που το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε μπει ακόμη στις ζωές μας, οι περισσότερες δουλειές μέσα στο σπίτι απαιτούσαν πολλαπλάσιο κόπο και χρόνο σε σχέση με σήμερα. Μια από τις πλέον κοπιαστικές ήταν και το σιδέρωμα. Όσοι έχετε μεγαλώσει σε χωριό ίσως έχετε δει το παλιό σίδερο της γιαγιάς.  Ξέρετε, εκείνο που λειτουργούσε με κάρβουνα που έπαιρναν από το τζάκι ή τη σόμπα και το έλεγαν «σίδερο χειρός». Tο σίδερο λειτουργούσε με κάρβουνα που έπαιρναν από το τζάκι ή τη σόμπα. Κι αν το χειμώνα τα κάρβουνα αφθονούσαν, το καλοκαίρι έπρεπε ν' ανάψουν φωτιά επί τούτου, ή να περιμένουν την ώρα του μαγειρέματος για να πάρουν από την παραστιά τους. Γέμιζαν το εσωτερικό του, το άφηναν να πυρώσει λίγο και μετά, με πολύ προσοχή, σιδέρωναν. Οι γυναίκες πατούσαν το σίδερο στο ρούχο και μετά το πήγαιναν πέρα δώθε ώστε με το ρεύμα που έκαναν από την κίνηση τους να φουντώνουν τα κάρβουνα στο εσωτερικό του και να μη σβήνουν. Όπως φαντάζεστε η όλη διαδικασία ήταν μεγάλη ταλαιπωρία.

Το ασβέστωμα των σπιτιών

 

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας οι νοικοκυρές στο χωριό συνήθιζαν να βάφουν τις αυλές τους με λευκό χρώμα. Τα σπίτια ασβεστώντονταν βέβαια τουλάχιστον άλλες δύο φορές το χρόνο εκτός από το Πάσχα. Αυτές οι δύο ήταν τα Χριστούγεννα και ο Δεκαπενταύγουστος. Ωστόσο, το Πάσχα το έθιμο αναβιώνει με σκοπό η αυλή να είναι περιποιημένη και καθαρή τη στιγμή που θα περάσει η πομπή του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή. Η παράδοση του ασβεστώματος είναι βαθιά ριζωμένη στην Ελλάδα από την εποχή των αρχαίων πόλεων. Το έθιμο έχει βαθιές ρίζες η οποία σύμφωνα με διηγήσεις πολλές φορές διαφέρουν. Για παράδειγμα, λέγεται πως όταν κατέφθασαν οι Έλληνες της Σμύρνης το 1922, τους παραχωρήθηκαν, από το κράτος, τα πιο παλιά, κακής κατασκευής, πετρόκτιστα σπίτια. Εκείνοι όμως ήταν συνηθισμένοι σε έναν πιο πλούσιο, άνετο αλλά και καθαρό τρόπο ζωής. Αναζητούσαν, λοιπόν, τρόπους για να κάνουν τα σπίτια του να φαίνονται όμορφα και καθαρά, ξεκινώντας από τις αυλές, οι οποίες αποτελούσαν τον «καθρέφτη» του κάθε νοικοκυριού, εκείνη την εποχή. Έτσι, πριν από κάθε μεγάλη θρησκευτική γιορτή, οι Σμυρνιές έβγαιναν στις αυλές τους, έβγαζαν τα αγριόχορτα από τους κήπους,  κλάδευαν και άσπριζαν, καθώς αυτό ήταν το μόνο μέσο καθαριότητος και περιποίησης που διέθεταν τότε. Στα νεότερα χρόνια, τώρα, στη Νεάπολη το 1913 και στη Σικελία το 1925, όταν ξέσπασαν επιδημίες χολέρας, διατάχθηκε να ασβεστωθούν  οι χώροι γύρω από τις κατοικίες και τις αγροτικές αποθήκες. Έτσι ήρθε το μέτρο και στην Ελλάδα σε περιορισμένη έκταση το 1928,  όταν ξέσπασε στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές η επιδημία του δάγκειου πυρετού. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μεταξάς, επέβαλε διάταγμα που όριζε το αναγκαστικό ασβέστωμα σε όλα τα σπίτια των νησιών. Στόχος του μέτρου ήταν να αποτραπεί η διάδοση των ασθενειών.  Μία από αυτές ήταν η χολέρα που σάρωνε τη χώρα και είχε απλωθεί ακόμη και στα οικόσιτα πτηνά. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το βασικό απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Τα σπίτια στα νησιά έγιναν  άσπρα υπό την αυστηρή επίβλεψη του χωροφύλακα. Τα επόμενα χρόνια το μέτρο της αναγκαστικής βαφής ξεχάστηκε. Ωστόσο πολλοί κάτοικοι είχαν κρατήσει τον ασβέστη στις αποθήκες τους. Έτσι τελικά παρέμεινε το ασβέστωμα αφενός ως ένας τρόπος απολύμανσης ενώ αργότερα μεταφέρθηκε σαν έθιμο. Το 1955 λοιπόν η βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές κοσμικών κύκλων παρουσίασε στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, μία πρόταση για την διαφήμιση των νησιών. Ήταν μία φωτογραφίες με όμορφα και καλοσυντηρημένα σπίτια στην Μύκονο. Τα λευκά σπίτια με τις μπλε λεπτομέρειες έγιναν το σήμα κατατεθέν στο Αιγαίο. Το υποχρεωτικό λευκό χρώμα στα σπίτια επιβλήθηκε και από την Χούντα. Συγκεκριμένα το έγγραφο που διαβίβασε το “Τμήμα Διοικητικής Αποκεντρώσεως Νομαρχίας Κυκλάδων” προς τα αστυνομικά τμήματα, τους Δημάρχους και τους Προέδρους των κοινοτήτων στις 15/6/1972, έλεγε ότι:



Ο σοφράς


 Ο σοφράς ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι φαγητού με πολύ χαμηλά πόδια, ως 40 εκατ. περίπου ύψος. Ήταν ένα επίσημο οικιακό έπιπλο, γιορτινό για εκείνη την εποχή, κρεμασμένο συνήθως σε κάποιο σημείο του σπιτιού. Δεν το χρησιμοποιούσαν όμως μόνο για τραπέζι φαγητού. Έκαναν κι άλλες δουλειές, όπως έπλαθαν τα φύλλα για τις πίτες, ζύμωναν, έφτιαχναν τα κουλούρια, κ.ά. Ήταν ένα σκεύος που δεν έλειπε από κανένα σπίτι του χωριού. 

Αγωγιάτες


 Οι "αγωγιάτες", είναι επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά. Είναι οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας. Κυρίως μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) ή όσπρια ή πατάτες ή κρέας για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων. Επίσης, μετέφεραν και επισκέπτες στις απομακρυσμένες γειτονιές. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων  με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του '40, που δεν υπήρχαν πολλά μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Η αμοιβή του "αγωγιάτη" ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική.

Tα παλιά ελαιοτριβεία

 


Στα παλιά ελαιοτριβεία, ο καρπός της ελιάς περνά από τρία στάδια για να μας δώσει το ελαιόλαδο.  Αρχικά, τα σακιά αδειάζονται μέσα σε ένα μεγάλο ξύλινο χωνί.  Από εκεί πέφτουν σε μικρές ποσότητες οι ελιές πάνω σε ένα πέτρινο κυκλικό επίπεδο, όπου και πολτοποιούνται από δυο λιθάρια  -  κυλινδροειδείς πέτρες οι οποίες κινούνται με τη δύναμη ανθρώπινου χεριού ή από κάποιο μουλάρι το οποίο περιστρέφει τον άξονα. Ο πολτός που παράγεται, συγκεντρώνεται σε δοχεία και μοιράζεται στους <<ντορβάδες>> που είναι πλεγμένοι με σκοινί και έχουν κυκλικό σχήμα. Στη συνέχεια οι ντορβάδες αυτοί τοποθετούνται ο ένας πάνω στον άλλο και συγκρατούνται από έναν άξονα που περνά από την τρύπα που έχει ο καθένας στο κέντρο του. Όλα μαζί τοποθετούνται στην πρέσα, όπου παίζει σημαντικό ρόλο ο ανθρώπινος παράγοντας αφού δεν είναι μηχανοκίνητα, αλλά ένας εργάτης κινεί το κινούμενο τμήμα της πρέσας, καθώς το υγρό που περιείχε ο πολτός, το ζυμάρι, όπως έλεγαν, ρέει με αργούς ρυθμούς.  Αφού λοιπόν συγκεντρωθεί το ακάθαρτο αυτό ελαιόλαδο μεταφέρεται στη λίμπα, που είναι ένα είδος στέρνας, και αναμειγνύεται με βραστό νερό από τα καζάνια. Η διαδικασία που ακολουθεί είναι πολύ λεπτή και χρονοβόρα καθώς ένας εργάτης, ο <<κουμανταδόρος>>, πρέπει να διαχωρίσει το νερό από το λάδι.   Αυτό γίνεται με μια κανάτα με την οποία αφαιρεί το λάδι που έχει κορφιάσει, χωρίς όμως να μπορεί να το κάνει γρήγορα για να μη μαζέψει και νερό.  Αυτή η εργασία απαιτούσε εμπειρία και υπομονή καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα να δει ούτε το σημείο που βρίσκεται η επιφάνεια του  νερού ούτε πόσο λάδι απέμεινε.  Φυσικά η φθορά ήταν μεγάλη αφού δεν υπήρχε τρόπος να διαχωριστεί όταν οι δύο επιφάνειες έτειναν να ταυτιστούν.  Κάπως έτσι λοιπόν λειτουργούσαν τα <<λιοτρίβια>> εκείνη την εποχή, για να <<βγάλουν>> το λάδι του κοσμάκη. 



Τα μαντήλια ή τσεμπέρια στο κεφάλι των γυναικών

 


Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 περίπου όλες οι γυναίκες του χωριού, ηλικιωμένες νιόπαντρες, ακόμα και κορίτσια της παντρειάς και τα νεαρά κορίτσια, κάλυπταν το κεφάλι τους με διάφορα καλύμματα – μαντήλια. Λόγοι μόδας πάλι, αλλά και καιρικές συνθήκες (χειμώνας –καλοκαίρι) και συνθήκες εργασίας υπαγόρευαν το γυναικείο κάλυμμα. Αλλά και λόγοι ηθικής, σεβασμού και τιμιότητας το επέβαλαν. Η ξεσκούφωτη γυναίκα θεωρούνταν κάπως ελεύθερη και λιγότερο ηθική, πάντως όχι σοβαρή. Από κει βγήκαν και οι λέξεις «ξετσίπωτος, ξετσίπωτη». Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις «τσίπα δεν έχει στο κεφάλι» ή «είναι ντιπ ξετσίπωτη». Το κάθε μαντήλι χρησιμοποιείται ανάλογα με την ηλικία, με τις ώρες που φοριέται, καθώς και με τον τρόπο που δένεται στο κεφάλι. Ανάλογα με αυτά είναι και τα χρώματα του μαντηλιού. Έτσι, για παράδειγμα, μαύρα μαντήλια φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες και οι γριές,  ενώ τα νεαρά κορίτσια, τα κορίτσια της παντρειάς ως και οι παντρεμένες ακόμα, φορούσαν άσπρα μαντήλια (σπανιότερα ροζ ανοιχτό). Το δέσιμο των μαντηλιών αυτών ήταν ανάλογο με το είδος τους και με τη χρονική και κοινωνική ηλικία των γυναικών που το φορούσαν.  Αλλιώς έδεναν το μαντήλι οι ανύπαντρες, αλλιώς οι παντρεμένες, αλλιώς οι χήρες και οι γριές. Επίσης τα δεσίματα άλλαζαν και με τις εποχές, ιδίως χειμώνα, καλοκαίρι, καθώς και με τις καθημερινές και τις γιορτινές μέρες, τις ώρες εργασίας, τις κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμος – κηδεία). Οι νύφες, κοσμούσαν το κεφάλι με ολόλευκο τσεμπέρι, το οποίο άφηναν ανοιχτό, άδετο, για να πάρει τη μορφή πέπλου. 

Στέρνες στα σπίτια...

 


Οι στέρνες είναι αποθήκες νερού που έφτιαχναν συνήθως στα υπόγεια των σπιτιών. Είναι κλειστές για να μην εξατμίζεται το νερό το καλοκαίρι και να μη λερώνονται από τα πουλιά, τα φύλλα και ότι φέρνει ο άνεμος. Για να τις γεμίσουν τοποθετούσαν υδρορροές στις ταράτσες και τις στέγες για να μαζεύουν τα νερά της βροχής. Σήμερα, όσοι τις φτιάχνουν είναι γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. «Τα περισσότερα νεόδμητα κτίρια που βρίσκονται εκτός οικισμού φτιάχνουν στέρνες γιατί εκεί δεν υπάρχει δίκτυο».«Αν όμως ήταν υποχρεωτικό να φτιάχνουμε στέρνες σε όλα τα σπίτια που χτίζαμε, τότε στο νησί θα λύνονταν τα προβλήματα τους μήνες αιχμής. Οι ντόπιοι θα χρησιμοποιούσαν το νερό από τις στέρνες τους, το δίκτυο θα εξυπηρετούσε την επιπλέον ζήτηση και δεν θα είχαμε διακοπές στην υδροδότηση». Όμως, οι στέρνες στο χωριό είναι πια λίγες, ενώ η ύπαρξη δικτύου έχει οδηγήσει πολλούς να τις μετατρέψουν σε δωμάτια, τουαλέτες και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Πώς φτιάχνονται, όμως, αυτά τα μικρά θαύματα; Παλιά χρησιμοποιούσαν πέτρα και τσιμεντοκονίαμα για να στεγανοποιούνται τα εσωτερικά τοιχώματα,  ενώ τώρα όλες γίνονται από τσιμέντο και είναι μάλλον μεγαλύτερες σε μέγεθος από τις παλιές. Το μέγεθος είναι πάντα συνάρτηση του διαθέσιμου  χώρου, αλλά σήμερα φτιάχνουμε στέρνες για πενήντα ή εξήντα κυβικά νερό. Παλιά δεν υπήρχε λόγος να φτιάξουμε μεγάλες στέρνες γιατί υπήρχε πολύ νερό, αφού έβρεχε συχνά. Οι περισσότερες χωρούσαν περίπου 25 κυβικά νερό. Άλλωστε, ούτε στα σπίτια χαλούσαν τόσο νερό στις καθημερινές ανάγκες. Ασβέστωναν τις στέρνες μια φορά το χρόνο ώστε να διατηρούν το pΗ του νερού σε ικανοποιητικά επίπεδα και να εξασφαλίζουν καλύτερη ποιότητα.Για να τις καθαρίζουν έμπαιναν μέσα δεμένοι με σχοινιά και έτριβαν τα τοιχώματα με βούρτσες  και μάζευαν όλα τα φερτά υλικά. Αυτό γινόταν μια φορά στα τέσσερα ή περισσότερα χρόνια που άδειαζαν οι στέρνες. 

Ο ανεμόμυλος

 


Ο ανεμόμυλος αποτελεί «το πιο σύνθετο δημιούργημα μηχανισμού ευρείας χρήσεως της προβιομηχανικής τεχνολογίας», Ιδιαίτερα στα νησιά, η χρήση των ανεμόμυλων υπήρξε αρκετά εκτεταμένη για το άλεσμα των δημητριακών, κυρίως κριθαριού και σιταριού, που αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των νησιωτών για πολλά χρόνια. Οι ανεμόμυλοι χρησιμοποιούν την κινητική ενέργεια του ανέμου (αιολική ενέργεια) για να παράγουν έργο. Η λειτουργία τους στηρίζεται στους έλικες με πτερύγια που κινούνται από τον άνεμο που φυσά. Στην Ελλάδα ειδικότερα εντοπίζουμε τέσσερις τύπους ανεμόμυλων που έχουν αρκετές διαφορές μορφολογικά και λειτουργικά, από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Αυτοί είναι οι: 1. ταράλης κατακόρυφου άξονα ή ταβλόμυλος 2. ταράλης οριζόντιου άξονα 3. αξετροχάρης ή μονόπαντος ή μονόκαιρος 4. ξετροχάρης. Είναι ο πιο διαδεδομένος τύπος ανεμόμυλου στην Ελλάδα, κυρίως  στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Ο μηχανισμός του ανεμόμυλου  έχει σύστημα οριζόντιου άξονα- κατακόρυφων πτερυγίων και διαιρείται σε τρεις μικρότερους μηχανισμούς: 

 1. τον κινητικό Βρισκόταν έξω από τον πυργόμυλο και είχε σκοπό να μετατρέπει τη δύναμη του αέρα σε κίνηση. Περιελάμβανε δύο βοηθητικά συστήματα, ένα για τη μετάδοση της κίνησης στις μυλόπετρες και ένα για τη διακοπή της κίνησης.

 2. τον αλεστικό  Εκπλήρωνε τη βασική λειτουργία του ανεμόμυλου, το άλεσμα, και είχε τρία βοηθητικά συστήματα.  Ένα για την τροφοδότηση, ένα για τη ρύθμιση των μυλοπετρών και ένα για τη συλλογή του παραγόμενου αλευριού και 

3. την ειδική διάταξη  περιστροφής της φτερωτής ανάλογα με την διεύθυνση του ανέμου, ώστε να γίνεται η καλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή του. Αυτός ο μηχανισμός ήταν και το μεγάλο πλεονέκτημα αυτών των ανεμόμυλων. Η τοποθέτηση του μηχανισμού γινόταν σε πέτρινο κτίσμα, τύπου  πύργου (πυργόμυλος), κυλινδρικού σχήματος. Όπως θα περίμενε κανείς, οι ανεμόμυλοι χτίζονταν σε περιοχές όπου υπήρχε κατάλληλος άνεμος, τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση.  Οι τοποθεσίες που συγκέντρωναν αυτές τις προϋποθέσεις, ονομάζονταν μυλοτόπια.  Οι θέσεις αυτές ήταν σχεδόν πάντα σε ύψωμα ή οροπέδιο, σε λόφους, σε ρεματιές, στην έξοδο κάποιου φαραγγιού, σε ακρωτήρια… Η κατασκευή τους ήταν δύσκολη και πολυδάπανη και απασχολούνταν εξειδικευμένοι μυλομαραγκοί, ξυλουργοί, κτιστάδες, σιδεράδες και αγωγιάτες.  Η μεγάλη δυσκολία στη κατασκευή των ανεμόμυλων έγκειται στο ότι η ανέγερση του πύργου και η τοποθέτηση του μηχανισμού έπρεπε να προχωρούν παράλληλα, γιατί πύργος και μηχανισμός ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους.  

Η λειτουργία του ανεμόμυλου   

Η ενέργεια του ανέμου μεταβιβάζεται στην φτερωτή,  με στροφική κίνηση σε κατακόρυφο επίπεδο και στον οριζόντιο άξονά της. Στη συνέχεια, μέσα από τα κατάλληλα γρανάζια μεταβιβάζεται στον κατακόρυφο άξονα και τέλος στην πάνω μυλόπετρα η οποία εκτελεί στροφική κίνηση σε οριζόντιο επίπεδο. Η μυλόπετρα περιστρέφεται με τη βοήθεια της ρόδας, ενός ξύλινου οδοντικού τροχού, που εφάπτεται με την φτερωτή. Για να περιστραφεί η φτερωτή ώστε να προσανατολιστεί κάθετα με τη ροή του ανέμου,  ο μυλωνάς κάνει το ντριτσάρισμα,  με λοστό που τοποθετείται σε κατάλληλες τρύπες. Η ταχύτητα της περιστροφής εξαρτάται από την επιφάνεια των πανιών. Το φρενάρισμα γίνεται με τη βοήθεια ενός χοντρού σχοινιού του σοκορόσχοινου , που είναι δεμένο στέρεα γύρω από τον άξονα. Το σιτάρι (ή το κριθάρι κ.λ.π. ) τοποθετείται στην κοφινάδα, που είναι σαν ξύλινο χωνί, η οποία συνδέεται με τον «ταιστή», μια σέσουλα που οδηγεί το σιτάρι στη μυλόπετρα. Το αλεσμένο σιτάρι, το αλεύρι, συγκεντρώνεται σε τσουβάλια ή στην αλευροκασέλα. Η χρήση του ανεμόμυλου ως κινητήριας μηχανής εγκαταλείπεται μόλις στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Είναι η εποχή που εξαπλώνονται ραγδαία τα συμβατικά καύσιμα και ο ηλεκτρισμός, ο οποίος φτάνει ως τα πιο απομακρυσμένα σημεία.  

 δείτε το βίντεο για να καταλάβετε την κατασκευή και λειτουργία του ανεμόμυλου  

Το αλώνι

 


Το αλώνι είναι στρογγυλός επίπεδος χώρος που χρησιμοποιείται για το αλώνισμα (δηλ. τον διαχωρισμό του καρπού από τα άχυρα) των δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, κ.λ.π.). Περικλείεται από πέτρες. Τα αλώνια κατασκευάζονταν σε ανοιχτά μέρη, υψώματα ή ρεματιές, σε μέρη δηλαδή όπου φυσάει δυνατός αέρας και βοηθάει στο λίχνισμα. Στο κέντρο του αλωνιού βρισκόταν ένα χοντρό γερό ξύλο, συνήθως από πουρνάρι, μπηγμένο βαθιά στο χώμα, ο στιχερός ή στέτζιρος.  Πάνω του έδεναν την τριχιά (χοντρό σχοινί) και μακρύ όσο η ακτίνα του κύκλου του αλωνιού, ή δύο τριχιές αν δούλευαν δύο άλογα ή βόδια.

Το αλώνισμα γινόταν τον Ιούλιο μήνα (Αλωνάρης), σε μέρες ηλιόλουστες μέχρι τις 5 το απόγευμα,  για να είναι στεγνά τα δεμάτια σιταριού και να σπάζουν εύκολα. Γέμιζαν όλο τον χώρο του αλωνιού με δεμάτια σιταριού. Τα ζώα με την βοήθεια του αλωνάρη βάδιζαν κυκλικά μέσα στο αλώνι και το βάρος των ποδιών τους έσπαζε τον καρπό των σιτηρών. Πολλές φορές για να είναι πιο αποτελεσματικό το αλώνισμα χρησιμοποιούσαν τον βολόσυρο, μια ξύλινη σβάρνα, εμπρός λίγο στενότερη και λίγο ανυψωμένη για να κυλάει ευκολότερα πάνω στα στάχυα. Με το ηλιοβασίλεμα μόλις άρχιζε το πρώτο φύσημα του αγέρα γινόταν το λίχνισμα.

Δηλαδή πετούσαν με το ξυλόφτιαρο το μίγμα άχυρου - σιταριού ψηλά. Ο αέρας παρέσυρε το άχυρο μακριά και άφηνε τους σπόρους του σιταριού να πέσουν στο αλώνι. Μετά τοποθετείται ο καρπός στα τσουβάλια και μεταφέρεται στον μύλο, ενώ τα άχυρα μετατρέπονται σε αχυρόμπαλες και αποθηκεύονται για το τάισμα των ζώων.

Παρασύρα η σκούπα των σπιτιών

 


Τα παλιά χρονιά,τότε που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικά ούτε ηλεκτρικές σκούπες όπως σήμερα, υπήρχε η "παρασύρα" ή "σαρωματιά". Οι γυναίκες τότε συνήθιζαν να πηγαίνουν σε ποτάμια, ρυάκια και γενικά στην φύση προκειμένου να βρουν τα υλικά για την αυτοσχέδια κατασκευή μιας σκούπας. Οι «παρασύρες» που κατασκευάζονταν κυρίως από τα φυτά βούρλα (βρούλιες ή ρούλιες)  είναι σίγουρα ένα αντικείμενο που έχουμε δει όλοι μας στις αυλές τουλάχιστον εξοχικών σπιτιών μέχρι και πρόσφατα. Οι περισσότερες από αυτές τις αυτοσχέδιες σκούπες είχαν και κοντάρι ( 1 με 1,5 μέτρο) κυρίως για να μην κουράζονται περισσότερο οι μεγαλύτερες σε ηλικία νοικοκυρές αλλά και γενικότερα για να είναι πιο εύχρηστες. Υπήρχαν όμως και άλλες με πολύ μικρό ή καθόλου κοντάρι που ήταν χρήσιμες σε άλλα σημεία που ήταν πιο βολική η χρήση με το χέρι. Αν και οι νεότεροι έχουν συνδυάσει τις «παρασύρες» με τα πατρικά σπίτια μας και τις γιαγιάδες, είναι γεγονός πως πριν από χρόνια τις βρίσκαμε παντού και όχι μονάχα σε κατοικίες. Από τις εκκλησίες και τα καφενεία, μέχρι τα τότε εργοστάσια και τους μύλους ήταν βέβαιο πως κάθε χώρος είχε τις δικές του σκούπες που ήταν σχεδιασμένες για τις εκάστοτε ανάγκες. Κάθε νοικοκυριό είχε στο σπίτι διάφορες σκούπες για διαφορετικές χρήσεις. Ήταν αυτοσχέδιες, άλλες σκληρές ,άλλες μαλακές ανάλογα από τι φυτό ή θάμνο τις είχαν φτιαγμένες π.χ. άλλη είχαν για μέσα στο σπίτι ,άλλη για την αυλή ,άλλη για το στάβλο,  άλλη για το κάρο, κ.λπ. Κυρίως όλες αυτές οι κατηγορίες ήταν γνωστές στους ανθρώπους που ζούσαν στο χωριό και έκαναν αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έλεγε, «Η καινούρια παρασύρα παρασέρνει καλά, μα η πιο παλιά γνωρίζει καλά και τη κάθε γωνιά». Αυτό το έλεγαν γιατί όσο ξεραινόταν τα φυτό από το οποίο ήταν φτιαγμένη τα σκληρά κλαδιά του εισχωρούσαν στις ρωγμές ανάμεσα στις πέτρες, δηλαδή στα σημεία όπου μαζεύονταν κοπριές των ζώων, φύλλα και φρύγανα.

Οι γυμναστικές επιδείξεις στα σχολεία


«Νους υγιής εν σώματι υγιή!». Το ρητό που εξέφραζε το εκπαιδευτικό σύστημα για πολλά χρόνια. Κάποτε η απόδειξη του υγιούς νου, ήταν το «Απολυτήριο», ενώ του υγιούς σώματος, οι «Γυμναστικές Επιδείξεις». Ήταν η μεγαλύτερη εκδήλωση του κάθε σχολείου Οι γυμναστικές επιδείξεις ήταν από τα πιο σημαντικά, αλλά και κουραστικά της σχολικής χρονιάς.  Ήταν εκδήλωση όλων των σχολείων την περίοδο πριν από το 1940, αλλά και μετά το 1945. Το περιεχόμενό της ήταν κυρίως αθλητικό,  αλλά και χορευτικό. Απ' όσο μπορώ να θυμάμαι διατηρήθηκαν μέχρι το 1971-72, ίσως και το 1973. Τα χρόνια εκείνα ήταν μια γιορτή για όλους τους κατοίκους. Δεν ερχόταν μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι, αλλά το σύνολο των κατοίκων.Ο Ιούνιος ήταν ο μήνας των γυμναστικών επιδείξεων στα σχολεία. Το καλοκαίρι και λίγο πριν το τέλος της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές του Δημοτικού και Γυμνασίου, έπρεπε να την τελειώσουν με τις γυμναστικές τους επιδείξεις και μπροστά στο κοινό του χωριού. Είχε προηγηθεί κόπος, πολλές πρόβες (πρωί και απόγευμα), μεγάλη προσπάθεια και πολύμηνη προετοιμασία από τον δάσκαλο,  ώστε την ημέρα αυτή το σχολείο να εντυπωσιάσει και να παρουσιάσει ένα καλό αποτέλεσμα, δηλαδή ένα συντονισμένο, πειθαρχημένο και καλά εκπαιδευμένο σύνολο μαθητών και μαθητριών. Όλα τα παιδιά προσπαθούσαν να είναι ντυμένα όσο το δυνατόν καλύτερα και ομοιόμορφα. Τα αγόρια φορούσαν συνήθως μπλε ή λευκό κοντό παντελονάκι με λευκή μπλούζα  και τα κορίτσια μπλε ή λευκή φούστα και λευκό μπλουζάκι. Τα χρώματα της σημαίας δηλαδή. Απαραίτητα τα λευκά πάνινα παπούτσια. Μπορεί οι γυμναστικές επιδείξεις να αποτελούν παρελθόν, οι μνήμες τους όμως είναι ακόμη ζωντανές. Με αγάπη και νοσταλγία θυμούνται  σήμερα οι μαθητές/-τριες εκείνης της εποχής, τις γυμναστικές επιδείξεις.  



Η γιορτή της Αναλήψεως

 



Ο Χριστός μετά την Ανάστασή του παρέμεινε στη γη για άλλες 40 ημέρες. Έτσι, λοιπόν, η γιορτή της Αναλήψεως πέφτει πάντα 40 μέρες μετά την Κυριακή του Πάσχα που είναι η μέρα της Ανάστασης. Δηλαδή, για το 2023 η ημέρα της Αναλήψεως πέφτει στις 25 Μαΐου. Την ημέρα της Αναλήψεως γιορτάζουμε την ανάληψη του Κυρίου στους «ουρανούς». Δηλαδή την ολοκλήρωση της αποστολής και της διδασκαλίας του Χριστού στη γη και την ανάβασή του στο «βασίλειο των ουρανών» στη θέση εκ δεξιών του Πατρός. Είναι γνωστή η παλαιότερη συνήθεια να πηγαίνουν της Αναλήψεως στη θάλασσα για το πρώτο μπάνιο και να περνούν  από σαράντα κύματα (Ίσως να σχετίζεται με το γεγονός αυτό η παροιμία «πέρασε από σαράντα κύματα»,που αναφέρεται  σε αυτόν που αντιμετωπίζει πολλά εμπόδια ή δυσκολεύεται από μια χρονοβόρα και γεμάτη εμπόδια κατάσταση). Οι κολυμβητές που πρωτομπαίνουν στη θάλασσα πλένονται με το νερό της και λένε: "Αναλείβεται ο Χριστός, αναλείβομαι κι εγώ". Ήτανε η μέρα που περιμέναμε παιδιά να μας αφήσουν οι γονείς μας να κάνουμε το πρώτο μπάνιο μας στην θάλασσα.

Η φορεσιά του άνδρα τα παλαιά χρόνια

 


Η φορεσιά του άνδρα χαρακτηρίζεται από τη γνωστή νησιώτικη βράκα ή φουφούλα, απαράλλαχτη με εκείνη που φορούν οι Κρητικοί, χρώματος μαύρου ή σκούρου μπλε. Κατάσαρκα φοριόταν η μάλλινη πλεκτή φανέλα, απέξω το πουκάμισο από άσπρο μαλλί για τους νέους ή σκούρου χρώματος για τους ηλικιωμένους και πιο έξω το μαύρο βελουδένιο γιαλελί, γιλέκο χωρίς μανίκια, γαϊτανοκεντημένο με μεγάλα πέτα και  σταυρωτό κούμπωμα. Πάνω από το γιαλελί φορούσαν τη ζάκα με μανίκια, σαν κοντό σακάκι, χωρίς να κουμπώνει μπροστά. Το χειμώνα αντί της ζάκας φορούσαν την πατατούκχα,  σακάκι φαρδύ κουμπωτό, από ύφασμα υφαντό μάλλινο με βαμβακερό στημόνι. Τη μέση τύλιγαν με μια ριγωτή φαρδιά μεταξωτή ή μάλλινη ζώνη, πράσινου κυρίως χρώματος.  Τη φορεσιά των ανδρών συμπλήρωναν οι μακριές μαύρες κάλτσες, πλεκτές από βαμβακερό ή μάλλινο νήμα, που τις φορούσαν μόνο τις Κυριακές και τις σκόλες  (τα κοπέλια, δηλαδή οι νέοι, δεν φορούσαν) με τριών ειδών ποήματα (υποδήματα): τα γεμενιά ή παρακατινά, τους τζεσμέδες ή καλά ποήματα, που έφθαναν ως τα γόνατα και τα παπαδίστικα, που ήταν χαμηλά, όπως τα σημερινά παπούτσια και τα φορούσαν οι ηλικιωμένοι. Στο κεφάλι επί Τουρκοκρατίας φορούσαν το φέσι ή ένα είδος σαρικιού από βαμβακερό ύφασμα τον φουντάν ή σκούφο από μαύρο ή σκουροκόκκινο βελούδο ή από χοντρό μαλλίτικο. Χρησιμοποιούσαν επίσης και κόκκινο μαντήλι, που έδεναν στο λαιμό. 


Πληροφορίες κ. Βασίλης Χατζηβασιλείου, Ιστορικός Συγγραφέας-Δικηγόρος.  

Ρόκα και αδράχτι!!!

 


Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι. Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι. Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουτσό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους, που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί. Το γνέσιμο. Κύριο στάδιο της υφαντικής προεργασίας, είναι το γνέσιμο. Το γνέσιμο του μαλλιού ή του λιναριού, ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και η εργασία αυτή απαιτούσε πολύ υπομονή, προκειμένου να παραχθεί λεπτό νήμα.Έτσι οι γυναίκες έπρεπε να κλέβουν χρόνο για το γνέσιμο, από άλλες εργασίες, ιδιαίτερα αν αυτές ήταν στην ύπαιθρο. Αναγκαστικά, το γνέσιμο έπρεπε να συνδυάζεται με άλλες οικιακές ή αγροτικές δραστηριότητες.  Μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές ακόμη και περπατώντας. Η ρόκα δεν τις καθήλωνε στην ίδια θέση, όπως τις καθήλωνε ο αργαλειός. Έπαιρναν τη ρόκα τους και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, και από γειτονιά σε γειτονιά. Έκαναν τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους. 



Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει !

Η σχεδόν τελετουργική φράση των παιδικών μας χρόνων, πλέκεται ήδη από την καθημερινότητα της αρχαίας Ελλάδας, όταν η στριφογυριστή ανέμη, η ρόκα και το αδράχτι χάριζαν στους ανθρώπους εκλεκτά υφαντά, χαλιά, κουβέρτες και υφασμάτινα ρούχα που τους κρατούσαν ζεστασιά τους κρύους χειμώνες. Τεχνικές που πέρασαν από γενιά σε γενιά κι έτσι σήμερα τα υφαντά των γιαγιάδων μας στολίζουν τις γωνιές κάθε σπιτιού. 


Τέχνη που έρχεται από παλιά αυτή του γνεσίματος....Μετά το πλύσιμο και το λανάρισμα του μαλλιού το περνούσαν στο αδράχτι και το έκαναν νήμα...



Τα εργόχειρα της γιαγιάς!!!

 


Πολλές παλιές συνήθειες εξαφανίστηκαν στις μέρες μας. Απέρριψαν οι νέοι τη συνήθεια να στρώνουν εργόχειρα παλιά, που τα έχουν βρει από τις γιαγιάδες και τις μανάδες τους, ή  και κεντήματα που δυσκολεύουν τη ζωή της οικογένειας και κυρίως της εργαζόμενης γυναίκας, χωρίς απαραίτητα και να ομορφαίνουν το σύγχρονο χώρο. Το σπίτι βεβαίως πρέπει να είναι πρώτα πρώτα λειτουργικό και κατόπιν όμορφο. Ει δυνατόν και λιτό, ανάλογα με το ύφος που υιοθετεί η κάθε οικοδέσποινα και το γούστο που διαθέτει. Από αυτό το σημείο όμως ως το να πετούν τα πάντα ανενδοίαστα και χωρίς δεύτερη σκέψη υπάρχει τεράστια απόσταση.

Την παλιά φορεσιά της προ-γιαγιάς, το φέσι ενός προγόνου, τα κεντημένα μεσοφόρια, τον καθρέφτη με την «ΚΑΛΗΜΕΡΑ» τα εργόχειρα;  Αν κάποιος έχει σεβασμό για την προσωπική δημιουργία, δεν θα το κάνει ποτέ. Ίσως και να μην τα χρησιμοποιήσει ποτέ, αλλά θα τα φυλάξει σε μια μεριά, σ’ ένα κουτί, σ’ ένα μπαούλο, έστω στο πατάρι, απ’ όπου θα βγουν ίσως σε κάμποσα χρόνια. Στο χωριό παλιά, το πλέξιμο ήταν μέρος της καθημερινότητας. Ανάμεσα στις απαραίτητες γνώσεις μιας νοικοκυράς ήταν και το λεγόμενο πλέξιμο με βελονάκι. Μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, το πλέξιμο, αν και χρονοβόρο,  ήταν πιο οικονομικό από την αγορά έτοιμων ενδυμάτων. Το χειροποίητο πλεκτό όμως, πάνω από όλα ήταν μια ένδειξη φροντίδας και αγάπης.