Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Το ασβέστωμα των σπιτιών

 

Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας οι νοικοκυρές στο χωριό συνήθιζαν να βάφουν τις αυλές τους με λευκό χρώμα. Τα σπίτια ασβεστώντονταν βέβαια τουλάχιστον άλλες δύο φορές το χρόνο εκτός από το Πάσχα. Αυτές οι δύο ήταν τα Χριστούγεννα και ο Δεκαπενταύγουστος. Ωστόσο, το Πάσχα το έθιμο αναβιώνει με σκοπό η αυλή να είναι περιποιημένη και καθαρή τη στιγμή που θα περάσει η πομπή του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή. Η παράδοση του ασβεστώματος είναι βαθιά ριζωμένη στην Ελλάδα από την εποχή των αρχαίων πόλεων. Το έθιμο έχει βαθιές ρίζες η οποία σύμφωνα με διηγήσεις πολλές φορές διαφέρουν. Για παράδειγμα, λέγεται πως όταν κατέφθασαν οι Έλληνες της Σμύρνης το 1922, τους παραχωρήθηκαν, από το κράτος, τα πιο παλιά, κακής κατασκευής, πετρόκτιστα σπίτια. Εκείνοι όμως ήταν συνηθισμένοι σε έναν πιο πλούσιο, άνετο αλλά και καθαρό τρόπο ζωής. Αναζητούσαν, λοιπόν, τρόπους για να κάνουν τα σπίτια του να φαίνονται όμορφα και καθαρά, ξεκινώντας από τις αυλές, οι οποίες αποτελούσαν τον «καθρέφτη» του κάθε νοικοκυριού, εκείνη την εποχή. Έτσι, πριν από κάθε μεγάλη θρησκευτική γιορτή, οι Σμυρνιές έβγαιναν στις αυλές τους, έβγαζαν τα αγριόχορτα από τους κήπους,  κλάδευαν και άσπριζαν, καθώς αυτό ήταν το μόνο μέσο καθαριότητος και περιποίησης που διέθεταν τότε. Στα νεότερα χρόνια, τώρα, στη Νεάπολη το 1913 και στη Σικελία το 1925, όταν ξέσπασαν επιδημίες χολέρας, διατάχθηκε να ασβεστωθούν  οι χώροι γύρω από τις κατοικίες και τις αγροτικές αποθήκες. Έτσι ήρθε το μέτρο και στην Ελλάδα σε περιορισμένη έκταση το 1928,  όταν ξέσπασε στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές η επιδημία του δάγκειου πυρετού. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Μεταξάς, επέβαλε διάταγμα που όριζε το αναγκαστικό ασβέστωμα σε όλα τα σπίτια των νησιών. Στόχος του μέτρου ήταν να αποτραπεί η διάδοση των ασθενειών.  Μία από αυτές ήταν η χολέρα που σάρωνε τη χώρα και είχε απλωθεί ακόμη και στα οικόσιτα πτηνά. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το βασικό απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Τα σπίτια στα νησιά έγιναν  άσπρα υπό την αυστηρή επίβλεψη του χωροφύλακα. Τα επόμενα χρόνια το μέτρο της αναγκαστικής βαφής ξεχάστηκε. Ωστόσο πολλοί κάτοικοι είχαν κρατήσει τον ασβέστη στις αποθήκες τους. Έτσι τελικά παρέμεινε το ασβέστωμα αφενός ως ένας τρόπος απολύμανσης ενώ αργότερα μεταφέρθηκε σαν έθιμο. Το 1955 λοιπόν η βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές κοσμικών κύκλων παρουσίασε στον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, μία πρόταση για την διαφήμιση των νησιών. Ήταν μία φωτογραφίες με όμορφα και καλοσυντηρημένα σπίτια στην Μύκονο. Τα λευκά σπίτια με τις μπλε λεπτομέρειες έγιναν το σήμα κατατεθέν στο Αιγαίο. Το υποχρεωτικό λευκό χρώμα στα σπίτια επιβλήθηκε και από την Χούντα. Συγκεκριμένα το έγγραφο που διαβίβασε το “Τμήμα Διοικητικής Αποκεντρώσεως Νομαρχίας Κυκλάδων” προς τα αστυνομικά τμήματα, τους Δημάρχους και τους Προέδρους των κοινοτήτων στις 15/6/1972, έλεγε ότι:



Δεν υπάρχουν σχόλια: