Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Ο παλιός χωριάτικος φούρνος


 Όταν τέλειωνε το χτίσιμο του χωριάτικου σπιτιού, στα χρόνια τα παλιά, οι μαστόροι δε φεύγανε αν δεν φτιάχνανε και το φούρνο του σπιτιού, εκεί κοντά του, αγκαλιαστά σχεδόν. Με άμμο, ασβέστη και πέτρες, λοιπόν, χτίζανε, οι μαστόροι το «κορμί» του φούρνου και από μέσα, το θόλο του, τον φτιάχνανε με κομματάκια κεραμίδι για να κρατάει τη ζέστα στα σωθικά του και να ψήνει καλά τα ψωμιά αλλά και τα φαγητά που έβαζε μέσα του η νοικοκυρά του σπιτιού μέσα στα γανωμένα χαλκωματένια ταψιά. Στο «πάτωμα» του φούρνου (για τον ίδιο λόγο) βάζανε πλάκες πέτρινες  ή πήλινες ψημένες στο καμίνι ή το στρώνανε με «κουρασάνι», λάσπη (δηλαδή) από τριμμένο κεραμίδι. Το φούρνο τον φτιάχνανε τόσο μεγάλο που να χωράει 12 μέχρι 15 καρβέλια ή 7 με 8 μέτρια ταψιά. Από κάτω από το φούρνο αφήνανε έναν άδειο χώρο που τόνε λέγανε φουρνόλακκα.  Εκεί ρίχνανε τη στάχτη από το κάψιμο του φούρνου, για να την πάρουνε μετά και να φτιάξουνε αλισίβα για το πλύσιμο των ρούχων, αποθηκεύανε ξύλα και παλιότερα βάζανε στο φουρνόλακκα και τα χοιρινά για να κοιμώνται επειδή είχε ζεστασιά. Τέλος σκεπάζανε το φούρνο με κεραμίδια και μετά ήτανε έτοιμος για το ιερό του καθήκον, να ψήνει, δηλαδή, το ψωμί της οικογένειας αλλά και τα ψητά στις μεγαλογιορτές και στις επίσημες τις μέρες. Το «στόμα» του φούρνου ήτανε στρογγυλό, για να μη χαλάνε τα χείλη του και το αλείφανε με λάσπη από κοκκινόχωμα ή το συγκρατούσανε με μεγάλα χτισμένα κεραμίδια ή με δυο πέτρες μακρουλές και το κλείνανε καλά με μια τετράγωνη πέτρινη πλάκα που είχανε ψάξει και βρει  στο βουνό. Αργότερα κλείνανε το φούρνο με μια μισοστρόγγυλη λαμαρίνα (φτιάξιμο του σιδερά) που είχε κι ένα χεράκι για πιάσιμο και τη λέγανε κι αυτή «πλάκα», όνομα που της έμεινε από την πέτρα που βάζανε παλιότερα. Στο «κρύο» και στην «παγωνιά» της σημερινής ζωής, ο παλιός ο φούρνος, ο χωριάτικος, μπορεί ακόμα να ζεσταίνει τις ψυχές των ανθρώπων που τον αναθυμούνται.



Δεν υπάρχουν σχόλια: