Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 περίπου όλες οι γυναίκες του χωριού, ηλικιωμένες νιόπαντρες, ακόμα και κορίτσια της παντρειάς και τα νεαρά κορίτσια, κάλυπταν το κεφάλι τους με διάφορα καλύμματα – μαντήλια. Λόγοι μόδας πάλι, αλλά και καιρικές συνθήκες (χειμώνας –καλοκαίρι) και συνθήκες εργασίας υπαγόρευαν το γυναικείο κάλυμμα. Αλλά και λόγοι ηθικής, σεβασμού και τιμιότητας το επέβαλαν. Η ξεσκούφωτη γυναίκα θεωρούνταν κάπως ελεύθερη και λιγότερο ηθική, πάντως όχι σοβαρή. Από κει βγήκαν και οι λέξεις «ξετσίπωτος, ξετσίπωτη». Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις «τσίπα δεν έχει στο κεφάλι» ή «είναι ντιπ ξετσίπωτη». Το κάθε μαντήλι χρησιμοποιείται ανάλογα με την ηλικία, με τις ώρες που φοριέται, καθώς και με τον τρόπο που δένεται στο κεφάλι. Ανάλογα με αυτά είναι και τα χρώματα του μαντηλιού. Έτσι, για παράδειγμα, μαύρα μαντήλια φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες και οι γριές, ενώ τα νεαρά κορίτσια, τα κορίτσια της παντρειάς ως και οι παντρεμένες ακόμα, φορούσαν άσπρα μαντήλια (σπανιότερα ροζ ανοιχτό). Το δέσιμο των μαντηλιών αυτών ήταν ανάλογο με το είδος τους και με τη χρονική και κοινωνική ηλικία των γυναικών που το φορούσαν. Αλλιώς έδεναν το μαντήλι οι ανύπαντρες, αλλιώς οι παντρεμένες, αλλιώς οι χήρες και οι γριές. Επίσης τα δεσίματα άλλαζαν και με τις εποχές, ιδίως χειμώνα, καλοκαίρι, καθώς και με τις καθημερινές και τις γιορτινές μέρες, τις ώρες εργασίας, τις κοινωνικές εκδηλώσεις (γάμος – κηδεία). Οι νύφες, κοσμούσαν το κεφάλι με ολόλευκο τσεμπέρι, το οποίο άφηναν ανοιχτό, άδετο, για να πάρει τη μορφή πέπλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου