Οι φωτογραφίες είναι ματιές των αναμνήσεων για τους παλαιότερους και ματιές της φαντασίας για τους νεότερους, αποτελούν στιγμιότυπα του τόπου μας και του τρόπου μας δηλαδή της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και έχουν αποθανατιστεί πρόσωπα δικά μας, παππούδες και γιαγιάδες, γονείς, συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί, και βασικότερο οι φωτογραφίες είναι φορείς μνήμης και γνώσης, στοιχεία τεκμηρίωσης και σύγκρισης του παρελθόντος και του παρόντος μας. Η φωτογραφία είναι μέσο επικοινωνίας, μία μορφή γλώσσας. Είναι η γλώσσα που φέρνει κοντά μας το προσωπικό μας παρελθόν, αυτό που έχουμε ζήσει αλλά έχουμε χάσει, και το παρελθόν που δε γνωρίσαμε ποτέ και δε θα μπορούσαμε ποτέ να γνωρίσουμε ένα παρελθόν έξω και πέρα απο μάς. Καθώς στο ιστορικό γίγνεσθαι εμείς ζούμε μονάχα το παρόν, η φωτογραφία μάς επιστρέφει τη ροή του χρόνου, που μας αφαιρεί ο ίδιος ο χρόνος. Θα μπορούσε το χθες να υπάρχει μόνο ως ανάμνηση αλλά θα ήταν θαμπή. Οι αναμνήσεις είναι πάντα θαμπές. Κουβαλάνε μαζί τους τη φθορά του χρόνου. Οι φωτογραφίες κουβαλάν τα χρώματα, τις μυρωδιές και τους ήχους του χρόνου.

Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΝΗΜΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παιχνίδια μιας άλλης εποχής!!!

 Πως έπαιζαν τα παιδιά έξω στις αλάνες σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν είχε κάνει την εμφάνισή της. Ένα σημαντικό ποσοστό παιχνιδιών έκαναν θραύση στη δεκαετία του 70 και του ’80 και προγενέστερα.  Πλέον πολλά εξ αυτών μοιάζουν με άγνωστες λέξεις για τη σημερινή γενιά. Από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παλιότερης εποχής ήταν ότι τα πιο αγαπημένα παιχνίδια ήταν αυτά που τα φτιάχνανε μόνα τους τα παιδιά αφού η κατασκευή τους, η συνεχής τροποποίηση και τελειοποίησή τους αποτελούσε από μόνη της το μεγαλύτερο ίσως παιχνίδι. Η έλλειψη παιχνιδιών, ωθούσε τα παιδιά σε ευρηματικές και αυτοσχέδιες λύσεις για την ψυχαγωγία τους, παιχνίδια μιας άλλης εποχής που ξεθώριασαν στο χρόνο και απλά σήμερα είναι μια γλυκιά ανάμνηση. Βέβαια, εάν αναλογιστούμε την μεγάλη χρονολογική διαφορά, η σύγκριση είναι αδύνατη και οι απορίες των παιδιών για αυτά τα παιχνίδια τους δημιουργούν απορίες, χαμόγελα και συμπάθεια. Θα παρουσιάσω σ’ αυτήν την ανάρτηση τέσσερα χαμένα στον χρόνο παιχνίδια που παίζαμε στην Καρδάμαινα.

 


Τιμονιέρα 

Για τους μερακλήδες της εποχής! Φτιαγμένο με καλάμι, τιμόνι με τέλι και διπλό τροχό με άξονα από παλιό παιχνίδι. Πραγματικά όμορφες κατασκευές με τιμόνια σπέσιαλ, μερικοί ταχύτητες στο χέρι, και άλλες ατέλειωτες τροποποιήσεις πριν την βόλτα στο χωριό για να δείξουμε το καινούργιο μοντέλο.


Στεφάνια και ρόδες

Φοβερό παιχνίδι! Φτιαχνόταν από μια στεφάνη ποδηλάτου από την οποία είχαν αφαιρεθεί οι αντένες και από ένα ξύλινο (καλάμι) ή σιδερένιο μπαστούνι . Με το μπαστούνι αυτό και με περισσή τεχνική ο παίχτης μπορούσε να κρατάει τη στεφάνη σε διαρκή κίνηση και σε ισορροπία και να συναγωνίζεται σε ταχύτητα τους άλλους. Όπως καταλαβαίνετε, από τα παλιά ποδήλατα δεν πήγαινε τίποτα χαμένο.


Σφεντόνα

Ξύλινο, με πετσάκια και λάστιχο κλώνο ή σαμπρέλα. Επικίνδυνο και απαγορευμένο παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύονταν. Το χρησιμοποιούσαν για να κυνηγήσουν σπουργίτια άλλα και για να συναγωνιστούν στην σκοποβολή. 


Μπιζζ!!!...

Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα «φυλάει». Αυτός λοιπόν κάθεται σ’ ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του.Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει,  του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη (πολλοί δίναμε σφαλιάρα στο σβέρκο) και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους.  Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στρυφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας «Μπιζζ!» όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.


Ο Μικρός Σερίφης

 


«Τα παιδικά μας χρόνια παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μας. Εκείνη την εύπλαστη και τρυφερή ηλικία, ζητάμε με πάθος να γνωρίσουμε τον κόσμο και να μοιάσουμε με τα αγαπημένα μας πρότυπα. Μέσα από αυτό το πρίσμα, τα παιδικά περιοδικά παίζουν το δικό τους αμφιλεγόμενο ρόλο...» Ο Μικρός Σερίφης ήταν παιδικό περιοδικό που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από το 1962 έως το 1991. Αποτελεί το μακροβιότερο γραμμένο από Έλληνες συγγραφείς, ελληνικό παιδικό περιοδικό.Εκδότες του ήταν τότε ο συγγραφέας Πότης Στρατίκης και ο ζωγράφος Θέμος Ανδρεόπουλος, δύο άνθρωποι που έγραψαν την δική τους ιστορία στον ελληνικό περιοδικό Τύπο.

Τα παιχνίδια του καφενείου!!!


 Ένα καλοκαιρινό απόγευμα περίπου το 1975,σε κάποιο καφενείο του χωριού,ο μπαρμπα-Μιχάλης μαζί με την παρέα του, έπαιζαν τάβλι. Το καφενείο με την πέργκολα στρωμένη με αρδάφνες που τις είχε μαζέψει ο καφετζής από το ποτάμι ήταν γεμάτη με χωριανούς. Ο μπαρμπα-Μιχάλης κι η παρέα του είχαν πιάσει από νωρίς το μεσημέρι, ένα τραπέζι κι είχαν στρωθεί στο τάβλι. Σε κάποιο άλλο τραπέζι έπαιζαν "πρέφα". Με μια περίτεχνη κίνηση, έβγαλε ένα τσιγάρο από ένα πακέτο που είχε πάρει ρεφενέ, το έβαλε στο στόμα, το άναψε μ’ έναν σπίρτο κι ύστερα έπιασε τα ζάρια. Χαμογέλασε, καθώς τα πετούσε με μια περίεργη κίνηση του καρπού. «Ντόρτια!» αναφώνησε, σφηνώνοντας το τσιγάρο στο στόμα του, πριν αρχίσει να μετακινεί τα πούλια. Ο καπνός που ενέδιδε το τσιγάρο τον ενοχλούσε,είχε μισοκλείσει το ένα μάτι που δάκρυζε από το τσούξιμο. Η γελοία γκριμάτσα του έκανε τους άλλους δύο να γελάσουν. «Μάθε από τον άρχοντα» σχολίασε ο μπαρμπα-Αντώνης , δείχνοντας το εξάπορτο που είχε στήσει , που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού σε μια ξύλινη καρέκλα, προσπάθησε να πνίξει ένα επιφώνημα έκπληξης, όταν είδε πού πήγαινε το παιχνίδι. «Παυλάκο, δεν σε θέλει σήμερα» αναφώνησε, γελώντας και χτυπώντας τον στην πλάτη.

«Γαμήθηκε!!» μουρμούρισε ο μπαρμπα-Παύλος, κοκκινίζοντας από τον θυμό του.

«Πέντε – μηδέν. Μάθε να παίζεις» του είπε κοφτά ο μπαρμπα-Μιχάλης.

«Γαμήθηκε, όντως» σχολίασε και ο μπαρμπα-Αντώνης.

«Εγώ φταίω, που ο άλλος δεν ξέρει να παίζει;» αρπάχτηκε ο μπαρμπα-Μιχάλης.

«Στήνεις τα ζάρια;» ρώτησε ο μπαρμπα-Παύλος.

«Σε ξαναπαίζω εδώ και τώρα»!!!

Το τάβλι είναι ίσως το αρχαιότερο παιχνίδι που επιζεί μέχρι και τις ημέρες μας, αφού η πρώτη του εμφάνιση μαρτυρείται στη Μεσοποταμία, την περίοδο περίπου 2900 με 1800 πΧ. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Σερ Λέοναρντ Γούλεϋ ανακάλυψε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Ουρ της Χαλδαίας ένα στολισμένο ταμπλό παιχνιδιού, το οποίο φαίνεται πως είναι το αρχαιότερο ταμπλό τάβλι.Το τάβλι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ελλάδα και στην Κύπρο και παίζεται από ανθρώπους κάθε ηλικίας και έχει συνδεθεί με τα καφενεία και τις καφετέριες. Στην σύγχρονη Ελλάδα, το τάβλι ως επιτραπέζιο παιχνίδι, σύμφωνα με την με αριθμό 10703/1947 Απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, έχει συμπεριληφθεί στα “τεχνικά παίγνια”. Η χρήση του επιτρέπεται ελεύθερα σε δημόσιους χώρους, (καφενεία, λέσχες κ.λπ.), πλην όμως η διάθεση αυτού επαφίεται στη κρίση του εκάστοτε υπεύθυνου του χώρου επειδή καθίσταται συχνά θορυβώδες (μα γιατί το λένε αυτό, υπερβολές!!)

Πως ο τουρισμός ήρθε στο χωριό!!!


 Οι άνθρωποι μετακινούνταν διαρκώς επάνω στον πλανήτη Γη, ο οποίος δεν υπήρξε πάντοτε ιδιαίτερα φιλόξενος προς όλα τα είδη που «στέγαζε». Η διαρκής μετακίνηση προς πιο «φιλικούς» τόπους, ωστόσο, ήταν ο λόγος που το ανθρώπινο είδος κατάφερε να επιβιώσει στα δύσκολα (υψηλές θερμοκρασίες, πλημμύρες κ.ά.) και έπειτα σιγά-σιγά να αρχίσει να δημιουργεί κοινότητες και οικισμούς, να εξημερώνει ζώα, να φτιάχνει εργαλεία, να εξελίσσεται.Στην αρχαία Ελλάδα οι άνθρωποι ταξίδευαν για λόγους υγείας, επαγγελματικούς ή θρησκευτικούς, αλλά και για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτοί όμως που καθιέρωσαν πρώτοι τις διακοπές για ξεκούραση ήταν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, με τους πλουσιότερους εξ αυτών να διαθέτουν περισσότερες από μια εξοχικές κατοικίες, ώστε να μην πλήττουν ταξιδεύοντας συνέχεια στα ίδια μέρη.Σε κάθε περίπτωση, πάντως, χρειάστηκε να περάσουν πολλοί πολλοί αιώνες μέχρι να διαβάσουμε τη λέξη «τουρίστας» στα λεξικά, η πρώτη εμφάνιση της οποίας μας πηγαίνει πίσω στα 1800, ενώ η λέξη «τουρισμός» εμφανίζεται το 1811. Πράγματι, μόλις το 1963 πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη η συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τον Τουρισμό και τα διεθνή ταξίδια, που ορίζει ως επισκέπτη «κάθε άτομο το οποίο μετακινείται σε μια άλλη χώρα, διαφορετική από κείνη της μόνιμης κατοικίας του, για οποιονδήποτε λόγο εκτός από εκείνον της άσκησης αμειβομένου επαγγέλματος».Όταν λέμε τουρισμός, λοιπόν, εννοούμε το να ταξιδεύεις για τη χαρά και την προσωπική απόλαυση του ταξιδιού.«Η ανάπτυξη του τουρισμού πηγαίνει χέρι-χέρι με την εκβιομηχάνιση της κοινωνίας»,και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι πρώτοι τουρίστες που καταγράφονται ήδη από τα μέσα προς τέλη του 19ου αιώνα είναι οι Άγγλοι, απ’ όπου και ξεκίνησε η Βιομηχανική Επανάσταση. Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι Άγγλοι που ταξίδεψαν ανά την Ευρώπη εκείνα τα χρόνια άγγιξαν τις 40.000. Τα δε ταξίδια τους διαρκούσαν μήνες και σε ορισμένες περιπτώσεις ολόκληρα χρόνια.Πρέπει να αναφέρουμε ότι ο πρώτος τουριστικός προορισμός που αναγνωρίστηκε και αναπτύχθηκε ως τέτοιος ήταν η Ελβετία, και μάλιστα οι Άλπεις, οι οποίες πολύ γρήγορα άρχισαν να κατακλύζονται από Άγγλους ευγενείς και αριστοκράτες αρχικά· δημόσιους λειτουργούς, βιοτέχνες, επιχειρηματίες, γιατρούς και όλους όσοι ανήκαν στην αστική τάξη.Σύντομα, πάντως, με την εκβιομηχάνιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών που είχε ως απόρροια, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, το ταξίδι έπαψε να θεωρείται δικαίωμα των λίγων προνομιούχων αυτού του κόσμου και η δυνατότητα για διακοπές έγινε πάγιο αίτημα των πολλών, κατέχοντας μια θέση ανάμεσα στα άλλα αιτήματα των εργατών.Ήδη από τα 1836 οι ταξιδιωτικοί οδηγοί του Murray, ονόματι «Red Book» καθοδηγούσαν τους επικείμενους τουρίστες σε προκαθορισμένους προορισμούς, ενώ με την ίδρυση των πρώτων ταξιδιωτικών πρακτορείων οι επιλογές των επικείμενων τουριστών ήταν αποκλειστικά σχεδόν κατευθυνόμενες.Στην Ελλάδα μπορούμε να μιλάμε για τουρισμό από τη δεκαετία του ’50 και μετά.Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 1950 οι τουρίστες που κατέφθασαν στην Ελλάδα ήταν μόλις 33.300, ενώ ο τουρισμός άρχισε να προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα μετά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και ιδίως από τη δεκαετία του ’60, οπότε το τοπίο αλλάζει άρδην και η αύξηση των αφίξεων, σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, φτάνει το 1.098% (399.400).Μεταξύ 1967 και 1991, το πρότυπο του μαζικού τουρισμού έχει αρχίσει να επικρατεί: μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, αλλά και μονάδες τυποποιημένων τουριστικών προϊόντων κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της περιόδου, ενώ στα επόμενα χρόνια εισάγονται σταδιακά συστήματα μάνατζμεντ, μάρκετινγκ και πληροφορικής και το προσωπικό εκπαιδεύεται.Η ανάπτυξη του κλάδου γίνεται εμφανής και στατιστικά: το 1970, οι αφίξεις τουριστών στην Ελλάδα έχουν ξεπεράσει το 1,6 εκατ. (+302,87% σε σχέση με το 1960) και το 1980 φτάνουν πλέον στα 5,2 εκατ. (+227,56%, σε σχέση με το 1970), πριν διαμορφωθούν στα 8,87 εκατ. το 1990, στα 13 εκατ. το 2000, ενώ το 2019 έκλεισε με περισσότερες από 31 εκατ. αφίξεις σε όλη τη χώρα. Στην Καρδάμαινα λοιπόν το πρώτο ξενοδοχείο που φτιάχτηκε ήταν του ΒΑΛΗΝΑΚΗ Μανώλη, περίπου το 1970, στον κεντρικό δρόμο του χωριού και στην συνέχεια με την χορήγηση κρατικών ενισχύσεων (αναπτυξιακός νόμος)μετά το 1980 περίπου άρχισαν οι Καρδαμιώτες να κατασκευάζουν καταλύματα για τους τουρίστες που με την βοήθεια των ταξιδιωτικών πρακτορείων που όπως προαναφέραμε κατεύθυναν τους τουρίστες και αναπτύχθηκε η Καρδάμαινα στην σημερινή της μορφή. Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή.

Η Περιβόητη «ΜΑΛΚΟΤΣΗ» που κελαηδούσε στα χωράφια ένας θησαυρός παράδοσης....

 


Ο χαρακτηριστικός δυνατός ήχος «γκντουπ, γκντουπ, γκντουπ» που κάνουν οι παλιές βάρκες, τα καΐκια, τα τρακτέρ και οι μηχανές ποτίσματος έχει ονοματεπώνυμο και μάλιστα, ελληνικό. Το εργοστάσιο Μαλκότση ήταν μια από τις δυναμικές επιχειρήσεις στην ελληνική βιομηχανία και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στη μεταπολεμική περίοδο. Παρήγαγε μηχανές «αθάνατες», όπως έλεγαν οι μάστορες σε τέτοιο βαθμό που βγήκε η φήμη ότι ο λόγος της χρεοκοπίας της επιχείρησης ήταν ότι οι μηχανές δεν χάλαγαν ποτέ κι έτσι σταμάτησε να πουλάει. Οι μηχανές Μαλκότση παίρνουν μπροστά ακόμη και σήμερα, αλλά η αιτία της κατάρρευσης φαίνεται πως ήταν διαφορετική και αρκετά πιο περίπλοκη. Η εταιρεία «Τέχνικα Σ. Μαλκότσης Α.Ε. Γενικών και Τεχνικών Επιχειρήσεων», έκλεισε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, όταν η ελληνική βιομηχανία είχε πάρει μπροστά και ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό ήταν σκληρός.... Ιδρυτής της εταιρείας ήταν, μικρασιατικής καταγωγής, Σωκράτης Μαλκότσης. Ο Μαλκότσης αποφοίτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1919, ως μηχανολόγος μηχανικός. Η εταιρεία αναπτύχθηκε ραγδαία και το εργοστάσιο άρχισε να παράγει «αθάνατες» μηχανές με έναν χαρακτηριστικό, δυνατό ήχο και τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες σε βάρκες, καΐκια, γεωργικά μηχανήματα αλλά και ως μηχανές ποτίσματος των καλλιεργειών. Γύρω στο 1949, οι εγκαταστάσεις της εταιρείας του Μαλκότση επεκτάθηκαν, χάρη σε χρηματοδότηση από το Σχέδιο Μάρσαλ. Οι πρώτοι πετρελαιοκινητήρες κατασκευάστηκαν τον Αύγουστο του 1949, ήταν τετράχρονοι, δικύλινδροι, αερόψυκτοι, με οριζόντια διάταξη των κυλίνδρων. Το 1951 η βιομηχανία συνεργάστηκε με βρετανικό οίκο και ξεκίνησε την παραγωγή μονοκύλινδρου, κατακόρυφου, υδρόψυκτου πετρελαιοκινητήρα, ισχύος 10-12 ίππων. με κωδικό ΕΜ-1 – Ελσα Μαλκότση, που ήταν το όνομα της κόρης του Σωκράτη Μαλκότση. 

Γύρω στο 1950 με 1954 άρχισε η επανάσταση στην Καρδάμαινα με την αγορά της μηχανής χρησιμοποιούμενη στα χωράφια των γεωργών. Σχεδόν για τριάντα χρόνια οι γεωργοί χρησιμοποιούσαν την μαλκότση έως ότου το ηλεκτρικό ρεύμα συνδέθηκε στα περισσότερα αντλιοστάσια - πηγάδια και συνεπώς η μηχανή εγκαταλείφθηκε. Βέβαια ακόμα και σήμερα πρέπει να υπάρχουν μερικές που εργάζονται.  Πρέπει να σημειωθεί ότι πριν την χρησιμοποίηση της μηχανής, η πιο διαδεδομένη παραδοσιακή μέθοδος άρδευσης, ήταν αυτή με τ’ αυλάκια, με αυξημένη εφαρμογή κυρίως στα ποτιστικά χωράφια. Η άρδευση αυτή λέγεται πότισμα μ’ ελαφρά κατάκλιση. Σε αυτή την περίπτωση για να πετύχουμε το ανάλογο πότισμα του εδάφους, αφήνουμε το νερό να κυλήσει ανάμεσα στα αυλάκι της εκάστοτε καλλιέργειας.

  Αναγνώστης: Τι μου θύμησες !!! η πρώτη μηχανή που επισκεύασα ως εκκολαπτόμενος μηχανικός εξολοκλήρου μόνος μου.Ήταν αυτός ο μονοκύλινδρος, κατακόρυφος, υδρόψυκτος, diesel. Με το τεράστιο βολάν. Έπαιρνε μπροστά με μανιβέλα.Κρατούσες με το ένα χέρι το κλαπέ και με το άλλο γύριζες την μανιβέλα μέχρι να πάρει κάποιες στροφές το βολάν.Άφηνες το κλαπέ, αποκτούσε συμπίεση και άρχιζε να σκάει με εκείνο το χαρακτηριστικό γκντουπ, γκντουπ, γκντουπ!!!



Αλάνα: Tο ποδόσφαιρο των παιδικών μας χρόνων


 Αν υπάρχει μια εποχή που όλοι μας λησμονούμε, δεν είναι άλλη από εκείνη των παιδικών μας χρόνων.Είναι εκείνες οι αξέχαστες στιγμές με τους φίλους μας και το ατελείωτο παιχνίδι. Αναμνήσεις που αναπολείς όσα χρόνια κι αν περάσουν. Εκεί, όπου οι έγνοιες και τα προβλήματα δεν είχαν χώρο. Εκεί, όπου θα θέλαμε να ζήσουμε ξανά έστω για μία μέρα. Μπορεί σήμερα, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τα κινητά ν’ αποτελούν τον κόσμο των παιδιών, υπήρχε όμως μια εποχή που ξεχυνόμασταν στις αλάνες με μια μπάλα και ζούσαμε το παιχνίδι στο πετσί μας. Στην Καρδάμαινα υπήρχαν τρεις αλάνες(γήπεδα ποδοσφαίρου να πούμε)  μία στα Τσουκαλαριά μια στην Παναγιά και μια στον Κεπέχη ήταν τα λεγόμενα γήπεδα των συνοικιών. Βέβαια υπήρχαν και οι χωμάτινοι δρόμοι του χωριού. Όταν μαζευόμασταν όλοι, στήναμε δυο πέτρες για κάθε τέρμα, βάζαμε τα  μπουφάν μας από πάνω για να είναι πιο έντονο το δοκάρι, χωριζόμασταν σε ομάδες και το απόλυτο ντέρμπι ξεκινούσε.  Οι όροι του παιχνιδιού στην αλάνα ήταν:

 1: ο χοντρός παίζει πάντα τέρμα

 2: όλοι θέλαμε τους καλύτερους στην ομάδα μας

 3: ο κάτοχος της μπάλας έκανε ό,τι ήθελε

 4: το τελευταίο γκολ κερδίζει

 5: παίζαμε όσο θέλαμε και το ματς τελείωνε μόνο όταν κουραζόμασταν

Δε βαριόμασταν ποτέ το παιχνίδι. Πεινασμένοι, διψασμένοι και ακούραστοι, μέχρι να ακούσουμε τις φωνές της μάνας: «Γρήγορα σπίτι, το φαγητό είναι έτοιμο». Το κάθε γκολ πανηγυριζόταν λες και κατακτούσαμε κάποιον επαγγελματικό τίτλο. Ήταν παιδική κραυγή χαράς. Κανείς δε θα ξεχάσει το ποδόσφαιρο στις αλάνες,ούτε η δύσμοιρη μάνα, που έπλενε καθημερινά τα λασπωμένα ρούχα μας  και μας κατσάδιαζε που για ακόμη μία φορά γυρνούσαμε σπίτι λερωμένοι και με ματωμένα γόνατα.  Αναμνήσεις απίστευτες και ανεξίτηλες, τίποτα δε θα συγκρίνεται με εκείνο το αληθινό και δυνατό συναίσθημα. Το ποδόσφαιρο της αλάνας..   

Η παλιά μας "ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ"

 


Η κοινότητα θεσπίσθηκε ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) το 1912 επί Ελευθερίου ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ. Για εξήντα και πλέον χρόνια τα μοναδικά όργανα διαχείρισης των κοινών του χωριού ήταν η Κοινότητα -που στελέχωναν απλοί άνθρωποι του χωριού χωρίς διοικητική πείρα και με ελάχιστες έως καθόλου κρατικές επιχορηγήσεις- η Εκκλησία και το Σχολείο. Αυτό ήταν το παραδοσιακό σχήμα διοίκησης του χωριού με επικεφαλής τον Πρόεδρο, τον Παπά και τον Δάσκαλο. Για τους παραπάνω λόγους δεν έγινε κανένα έργο υποδομής εκείνη  την περίοδο, απλά με τον θεσμό της υποχρεωτικής εθελοντικής εργασίας των κατοίκων, συντηρούσαν τους δρόμους, καθάριζαν ρέματα και εκτελούσαν άλλα μικροέργα. Το 1999 τέθηκε σε εφαρμογή το Πρόγραμμα «Ιωάννης Καποδίστριας» (Ν. 2539/97) της κυβέρνησης Κων. Σημίτη, βάσει του οποίου οι περισσότερες κοινότητες καταργήθηκαν δια της αναγκαστικής συνένωσης με γειτονικούς δήμους ή μεταξύ τους, δημιουργώντας νέους δήμους που είθισται να αποκαλούνται «καποδιστριακοί». Οι καταργημένες κοινότητες συνέχισαν κατά κάποιον τρόπο να υφίστανται, αποτελώντας διαμερίσματα των νέων δήμων, όμως πλέον τα συμβούλια τους (Διαμερισματικά Συμβούλια) είχαν μόνο συμβουλευτικό και εισηγητικό χαρακτήρα. Το 2011 τέθηκε σε εφαρμογή η «νέα διοικητική αρχιτεκτονική» της Ελλάδας (Ν.3852/2010 ή Πρόγραμμα Καλλικράτης), η οποία: α) Κατάργησε όλες τις εναπομείνασες κοινότητες, εντάσσοντάς τες υποχρεωτικά σε κάποιον δήμο. β) Καθιέρωσε τον όρο τοπική κοινότητα ως ονομασία για όλα τα πρώην δημοτικά διαμερίσματα των καταργούμενων δήμων (οι οποίοι μετονομάστηκαν σε δημοτικές ενότητες των «καλλικρατικών»).

              Η φωτογραφία αναρτήθηκε ως ενθύμιο και δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική.

Προσκοπικές μνήμες και αναμνήσεις!!!

Από το 1910 μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες ελληνόπουλα έγιναν πρόσκοποι και μεγαλώνοντας διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της ζωής της ελληνικής κοινωνίας.
Σκοπός της Προσκοπικής Κίνησης είναι να συμβάλλει στην ανάπτυξη των νέων ώστε να αξιοποιήσουν πλήρως τις σωματικές, διανοητικές,  κοινωνικές και πνευματικές τους ικανότητες, να παραδώσει δηλαδή στην κοινωνία άξιους, χρήσιμους, ηθικούς και υπεύθυνους πολίτες. Αποστολή του Προσκοπισμού είναι να συνεισφέρει στην εκπαίδευση των νέων, μέσω ενός συστήματος αξιών βασισμένου στην Προσκοπική Υπόσχεση και Νόμο, να βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου, όπου οι άνθρωποι ολοκληρώνονται σαν άτομα και διαδραματίζουν έναν εποικοδομητικό ρόλο στην κοινωνία. Θυμάμαι πρέπει να ήτανε γύρω στο 1970 που υπήρχε προσκοπισμός στην Καρδάμαινα και μάλιστα στα κελιά της ενορίας μας. Παιδιά τότε ήμασταν χωρισμένοι όπως άλλωστε και όλοι οι πρόσκοποι σε λυκόπουλα και πρόσκοποι οι οποίοι προσφέραμε τις «υπηρεσίες» μας στην εκκλησία μας, τηρώντας την τάξη και προσφέροντας βοήθεια. Κάναμε παρέλαση και γενικά είχαμε πειθαρχία. Στις μέρες μας, που η λέξη εθελοντής έχει γίνει συνώνυμο της μόδας, αναφέρω ότι οι πρόσκοποι κάνουν πράξη τον εθελοντισμό, πάνω από 100 χρόνια στην Ελλάδα και περισσότερα ανά τον κόσμο. Είναι μία κίνηση νέων που αριθμεί εκατομμύρια μέλη σε όλο τον κόσμο, δεμένα με αξιακούς δεσμούς, υπό το πλαίσιο αρχών, με στόχο στο να δημιουργηθούν πολίτες ενεργοί, δυστυχώς στην Καρδάμαινα έχει σταματήσει ο προσκοπισμός εδώ και αρκετά χρόνια.




Στο παγκάκι της πλατείας..

 Θέλω να γυρίσω στα παλιά!!!


Βλέποντας την φωτογραφία και ακούγοντας το τραγούδι μου ήρθαν μνήμες από μια άλλη εποχή.Το παγκάκι της πλατείας!!! Το  παγκάκι δίνει σκιά, δίνει καταφύγιο, δίνει ξεκούραση, δίνει εναύσματα για κουβέντα, για καβγά, για επικοινωνία, για εξομολόγηση, δίνει το παράδειγμα του τι σημαίνει άνθρωπος και πώς γίνεται καλύτερος. Γιατί το παγκάκι δεν είναι απλώς από ξύλο  ή  μέταλλο. Είναι φτιαγμένο με μνήμες. Δικές μου, δικές σου, μνήμες της γειτονιάς, αυτού του τόπου που ξέρει τι θα πει φτώχεια, τι θα πει ξεριζωμός, τι θα πει πόνος, τι θα πει νοσταλγία, τι θα πει αλληλεγγύη, τι θα πει συμπόνοια, τι θα πει φιλοξενία, τι θα πει ευαισθησία. Το παγκάκι είναι αυτό που θα κάτσεις δίπλα-δίπλα με έναν άγνωστο και θα πεις καλημέρα, θα αισθανθείς άνθρωπος, θα πιάσεις ψιλοκουβέντα. Ένα υπαίθριο καφενεδάκι. Μια μικρή βιβλιοθήκη. Μια αυτοσχέδια Βουλή της γειτονιάς. Μια ποδοσφαιρική κερκίδα. Ένα ιδιότυπο ίντερνετ. Να κάτι τέτοιο μου συμβαίνει τώρα. Σας βλέπω ρε! Σας βλέπω και χαίρομαι με τις χαρές σας. Πονάω με τις λύπες σας. Και το μόνο που ζητάω ακούγοντας αυτό το τραγούδι είναι να σας αγκαλιάσω.Αυτό μου λείπει, να σας αγκαλιάσω, σε εκείνο το παγκάκι της πλατείας. Καταλάβατε ε; Θέλω να γυρίσω στα παλιά, έστω για μια ώρα.


Αν ακούσεις κάποιες φωνές 
το βράδυ μες τα όνειρά σου, τότε θυμήσου την πλατεία στη παλιά τη γειτονιά σου... Μεγαλώνω και ξεχνώ μόνο τους κακούς ανθρώπους. Όσους μιλούσαν με βρισιές, γιατί ποτέ δε μάθαν τρόπους. Μα ποτέ μου δεν ξεχνώ  τη παλιά τη γειτονιά μου, γιατί στο παγκάκι της πλατείας έχω χαράξει τα όνειρά μου...

Ας είναι καλά εκεί που βρίσκονται...



Το ταψί στο φούρνο: Μια κυριακάτικη συνήθεια που χάθηκε!!!


Κάθε Κυριακή οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το ταψί με το φαγητό και αμέσως μετά την Κυριακάτικη Λειτουργία, οι γειτονιές γέμιζαν με ταψιά σκεπασμένα με πετσέτες που κατευθύνονταν στον φούρνο για το ψήσιμο. Οι φούρνοι της γειτονιάς ήταν κάτι ευρέως διαδεδομένο στα παλιότερα χρόνια εφόσον δεν είχε ο καθένας την κουζίνα του. Ήταν μια πρακτική που συμβόλιζε ολόκληρη εποχή στην αστική ελληνική ιστορία, από την περίοδο μετά τον εμφύλιο μέχρι και την όψιμη μεταπολίτευση. Το κυριακάτικο μενού περιλάμβανε  γιουβέτσι, ψητό αρνί ή κατσικάκι, ψητό χοιρινό, γεμιστά,  μουσακά ή παστίτσιο, πατάτες σκέτες  και σπανιότερα ψητό κοτόπουλο.


Το Περίπτερο!!!


 Βλέποντας αυτή την φωτογραφία απόρησα για το οίκημα το οποίο φαίνεται. Ρωτώντας έμαθα ότι είναι το λεγόμενο "περίπτερο" όπως το αποκαλούσαν, ήταν οίκημα Ιταλικού στυλ δίπλα στην θάλασσα. Ανεγέρθη από τους Ιταλούς στρατιώτες και χρησίμευε ως αποδυτήρια - ντούζ για τα λουτρά των Ιταλών στρατιωτών  στην θάλασσα. Η σημερινή του εγκατάσταση θα ήταν περίπου εκεί που είναι το εστιατόριο "alexander" στο παραλιακό δρόμο του λιμανιού της Καρδάμαινας.  


Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το έτος 1956.  

Η βιοτεχνία ''ΣΤΕΛΛΑ''

 


Ο Μηνδρινός έφτιαξε την πρώτη βιοτεχνία  παραγωγής ντοματοπολτού, στη Καρδάμαινα περίπου το 1950. Η βιοτεχνία είχε την επωνυμία ''ΣΤΕΛΛΑ'' και απασχολούσε περίπου 20 εργάτες. Λειτούργησε περίπου έως το 1970 όπου και έκλεισε από τον ανταγωνισμό μεγαλύτερων εργοστασίων επεξεργασίας ντομάτας στην Κω. Οι γεωργοί μετέφεραν τις ντομάτες τους με τα γαϊδούρια στην βιοτεχνία, υπήρχε βέβαια και ένα μικρό τρίκυκλο όχημα.Η βιοτεχνία βρισκόταν στο σημείο που είναι τώρα το ξενοδοχείο "ΚΡΙΣ ΜΑΡΙ".

Η τηλεόραση στην Καρδάμαινα

 


Την είπανε και χαζοκούτι, όμως τα παιδιά την ξέρουν σαν Τι-Βι, Μιλάμε, ασφαλώς, για τον μεγάλο «δάσκαλο» που έχει τόση επιρροή επάνω μας και τις περισσότερες φορές μας απορροφάει στις λάγνες και απατηλές εικόνες του. Δεν μπορούμε να πούμε ότι κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος ανακάλυψε την τηλεόραση. Όμως, το 1929, ο Vladimir Zworykin, ένας Αμερικανός φυσικός, πραγματοποίησε επίδειξη ενός πρακτικού συστήματος μεταδόσεως λήψεως εικόνας. Στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1960 έγινε το πρώτο μεγάλο βήμα : στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία της ΔΕΗ στήθηκε ο πρώτος πειραματικός τηλεοπτικός σταθμός. Παρά την περιορισμένη του εμβέλεια, αφού κάλυπτε μια περιοχή 45 χιλιομέτρων γύρω από την Θεσσαλονίκη, ήταν ένα πολύ σπουδαίο βήμα για την εποχή εκείνη και δεδομένων των επιπέδων ή των ρυθμών τεχνολογικής ανάπτυξης της Ελλάδας. Στις 23 Φεβρουαρίου 1966 ξεκινάει και στην Ελλάδα η τηλεοπτική περιπέτεια, ασπρόμαυρη στην αρχή και με μικρή εμβέλεια. Οι τηλεοράσεις δε, που υπήρχαν στην Αθήνα δεν ήταν πάνω από 1000!! Αρχίζει το τακτικό πρόγραμμα της ΥΕΝΕΔ που τότε λεγόταν ΤΕΔ. Μέχρι το 1989 υπάρχουν 3 κανάλια: ΕΤ1, ΥΕΝΕΔ και μετά ΕΤ2 και ΕΤ3. Στην Καρδάμαινα η πρώτη τηλεόραση πρέπει να την έφεραν διάφορα καφενεία μερικά που θυμάμαι ήταν της Αιμιλιάνας και αργότερα του ΓΕΩΡΓΙΟΥ του ΓΙΑΝΑΡΑΚΙΟΥ και της ΚΟΚΟ περίπου μετά το 1980. Από το 1990 επίσης, ξεκινά και η αναμετάδοση των πρώτων δορυφορικών καναλιών. Είναι η εποχή που οι ταράτσες των σπιτιών αλλάζουν ραγδαία όψη, όταν στις ήδη εγκατεστημένες μεγάλες κεραίες των VHF προστίθενται οι λίγο πιο κομψές κεραίες UΗF που προορίζονται για την λήψη των νέων καναλιών. Έτσι, εμφανίστηκαν δειλά δειλά τα πρώτα τεράστια πιάτα.Τέλος το 1994 εμφανίζεται το πρώτο συνδρομητικό κανάλι, το Filmnet, που προσέφερε εμπορικές ταινίες και ζωντανούς αγώνες ποδοσφαίρου.

Ο τηλεθεατής του μέλλοντος θα κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ του, θα «χτυπά» τα δάχτυλά του για να ανάψει την, πάχους χαρτιού, αναρτημένη στον τοίχο τηλεόρασή του, θα διαλέγει φωνητικά το κανάλι της επιλογής του και θα παρακολουθεί το πρόγραμμα που επιθυμεί σε 3D.

Τα όμορφα χρόνια στο σχολειό!!!

 


Κάθε γενιά ζει και λίγο διαφορετικά τα παιδικά και σχολικά χρόνια. Σε κάθε εποχή ούτως ή άλλως υπάρχουν νέες ανακαλύψεις, νέες συνήθειες και με άλλο τρόπο βιώνουν οι άνθρωποι το σχολείο και την εκπαίδευση.

Στην αίθουσα της τάξης, και όχι πάντα σε όλες, υπήρχε τότε το γνωστό «βάθρο», το οποίο ήταν στη πραγματικότητα ένα ξύλινο κασόνι  2 x 2, κατασκευασμένο  με πλατιές σανίδες και μισό μέτρο ύψος. Η κατασκευή του  βάθρου  ήταν γερή, γιατί έπρεπε αφενός να στηρίξει την έδρα με το δάσκαλο, αλλά παράλληλα να έχει και αρκετό ύψος, για να βλέπουν άνετα το δάσκαλο από κάτω όλοι οι μαθητές, ακόμα και  εκείνοι στα τελευταία θρανία. Οι μαθητές των τελευταίων δύο – τριών δεκαετιών δεν έχουν ιδέα για το πώς ήταν τα σχολεία στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Οι αναμνήσεις από σχολεία στο παρελθόν προκαλούν συγκίνηση σε όσους έζησαν εκείνα τα χρόνια. Και θα μπορούσαν να είναι κι ένα μάθημα για τους σημερινούς μαθητές που τα έχουν όλα. Τότε που τα παιδιά είχαν ελάχιστα βιβλία, τότε που ήταν κοντοκουρεμένα, φορούσαν ποδιές, κάποια δεν είχαν παπούτσια, αλλά είχαν πολύ θέληση για γνώση. Ειδικότερα στo παλαιό δημοτικό σχολείο πολλοί μαθητές  ήταν ξυπόλυτοι και  μάλιστα με μπαλωμένα ρούχα. Τα αγόρια ήταν κουρεμένα,  σχεδόν γουλί,  με το ψαλίδι. Κουρείς δεν υπήρχαν, και  οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να κουρεύουν τα παιδιά τους. Τα παλιά χρονιά οι μαθητικές ποδιές ήταν νόμος για τα σχολεία. Ήταν ένα κοινωνικό μέτρο ώστε να μην ξεχωρίζουν τα πλούσια παιδιά από τα φτωχά. 

 

Ο Σκουπιδιάρης της Καρδάμαινας!!!


Ο Κλωνάρης Αντώνιος ήταν υπάλληλος της κοινότητας για το καθάρισμα των δρόμων και τη συλλογή των σκουπιδιών από τα σπίτια και τα καφενεία ήτανε ο άνθρωπος που μερικά χρόνια πίσω προσπαθούσε να κρατάει την Καρδάμαινα καθαρή.

''Πολλοί καταλαβαίνουν την αξία της εργασίας του σκουπιδιάρη μόνο όταν αυτός σταματά να εργάζεται''.

Τo σκουπιδιάρικο της Καρδάμαινας ήταν ειδικά κατασκευασμένο κάρο με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Με το πέρασμα του χρόνου και μετά τη δεκαετία του '70, που έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοκίνητα, άρχισε να δύει η βασιλεία του κάρου. Το κάρο παραχώρησε τη θέση τους στους μηχανικούς ίππους των αυτοκινήτων.

Τα Καμάκια!!! (Greek Lovers)

 


Γιου αρ μπιούτιφουλ, άι λοβ γιου. Φροϊλάιν, μις, μαντεμουαζέλ, σενιορίτα, χαβ-γιου-γουέδερ-φορ-ε-κόφι;

 Οι πιο συνηθισμένες ατάκες -ή μάλλον οι πιο προβλεπόμενες- έβγαιναν από τα χείλη κάποιου καλοστεκούμενου νέου. Αλλά κυρίως, η σπίθα του κυνηγού στο μάτι. Αποδέκτης κάποια θερμόαιμη Αγγλίδα που γνώριζε από την πρώτη ματιά ότι θα ζήσει το μύθο της στην Ελλάδα. Το δόγμα, πάντοτε το ίδιο: Το ξένο είναι πιο γλυκό. Στόχος: Η ξένη τουρίστρια στο κρεβάτι, αλλά μετά από μία διαδικασία που ήταν εξίσου συναρπαστική με το τελικό αποτέλεσμα. Κάπως έτσι, σε τόσο απλές γραμμές τα "καμάκια" έγραψαν τη δική τους ιστορία. Η άνοδος του ελληνικού τουρισμού κατά την πάροδο των χρόνων, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1970, γέννησε ένα φαινόμενο, τα καμάκια, οι Greek Lovers όπως διεθνώς έκαναν καριέρα, ήταν για δεκαετίες σχεδόν συνώνυμο των ελληνικών καλοκαιριών, σκορπίζοντας αξέχαστες στιγμές σε κορασίδες του παγωμένου Ευρωπαϊκού βορρά αλλά και πικάντικες όσο και χιουμοριστικές ιστορίες για όλους τους υπόλοιπους. Θα μπορούσαν ποτέ τα καμάκια να αντιμετωπιστούν σαν εθνικό κεφάλαιο; Δίχως υπερβολή, μάλλον ναι. Είναι γεγονός πως στις εποχές της δόξας τους συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην οικονομία της εκάστοτε περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνταν. Οι τουρίστριες σε πολλές περιπτώσεις παρέτειναν την παραμονή τους, ενώ σχεδόν πάντοτε επέστρεφαν τα επόμενα καλοκαίρια. Αυτό, αυτομάτως μεταφραζόταν σε μεγαλύτερα κέρδη για ξενοδοχεία και κάμπινγκ, ταβέρνες και σουβλατζίδικα και γενικότερα όλες τις επιχειρήσεις που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον τουρισμό. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι μιλάμε για μια βιομηχανία που δεν είχε γνωρίσει ακόμη τη σημερινή της ανάπτυξη. Ειδικά τα μικρότερα μέρη είχαν ανάγκη τέτοιου είδους έσοδα από τις εισερχόμενες ροές τουριστριών.  

Τότε που δεν υπήρχαν ντουλάπια!!!

 


Τότε που δεν υπήρχαν ντουλάπια και τα κατσαρολικά (τεντζερέδια), τα τοποθετούσαν κατα αυτόν το τρόπο σε ράφια. 

Τα οποία έλαμπαν, καλογυαλισμένα.

Τα γανώματα, τα χαλκωματένια όπως τα έλεγαν, ταψιά, κατσαρόλες, μπρίκια, περνούσε ο γανωματής μια, δύο φορές το χρόνο στα χωριά, στρωνόταν κατά γης και όλες οι νοικοκυρά δες έτρεχαν με τα γανώματα τους, να τους τα γυαλίσει.

Εποχές που έχουν σβήσει από το σημερινό χάρτη, όχι όμως και από τη μνήμη των παιδικών μας χρόνων.



Μπορείτε να θυμηθείτε , πως ζούσαμε κάποτε χωρίς την πολυτέλεια του ηλεκτρισμού;

Το φανάρι ήταν ένα τσίγκινο ψυγείο εποχής για την συντήρηση των τροφίμων αλλά και την διαφύλαξή τους από τα έντομα και τα ζώα. Γύρω ‐ γύρω καλυπτόταν από σήτα και το κρεμούσαν σε βορινό, σκιερό, δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος.

Το φανάρι αντικατέστησε το ξύλινο ψυγείο πάγου. Ο παγοπώλης πουλούσε κατά παραγγελία ένα τέταρτο ή μισή παγοκολόνα που κουβαλούσαν ( κυρίως τα παιδιά ) σε μικρά σακιά από λινάτσα.

Το πιο σημαντικό αυτής της ιστορίας είναι το φινάλε αυτής της εποχής  που είχε την εξής κατάληξη:

– Μπάρμπα Γιώργη , είπε η μάνα μη μας ξαναφέρεις πάγο.

– Έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό !

Οταν παίζαμε ανέμελα βόλους

 


Σήμερα ξέθαψα μέσα από τις παιδικές μου αναμνήσεις ένα δημοφιλές και ενδιαφέρον παιχνίδι που παίζαμε όλοι μας, τους «ΒΟΛΟΥΣ»!!!  Ευτυχισμένοι είναι όσοι έζησαν την παιδική τους ηλικία στις αλάνες και στους δρόμους παίζοντας μπάλα. Όσοι κυλίστηκαν στην λάσπη και στο χώμα παίζοντας βόλους με μπίλιες από πέτρες και από γυαλί. Όλοι έχουμε παίξει στην παιδική μας ηλικία με αυτούς τους γυάλινους βόλους. Tα παιδιά έριχναν το καθένα το δικό του βόλο από κάποια καθορισμένη απόσταση, προσπαθώντας να πετύχουν κάποιον από τους "στρωμένους" βόλους. Όποιο βόλο πετύχαινε το παιδί, τον κέρδιζε. Από τα αρχαία χρόνια σε όλο τον κόσμο ήταν ένα αγαπημένο παιχνίδι που αγόρια και κορίτσια διασκέδαζαν στο μακρινό παρελθόν. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν καρύδια ή φουντούκια, στρογγυλά βότσαλα ή βόλους πλασμένους από πηλό. Εγώ πάντως και οι συνομήλικοί μου προτιμούσαμε να τα τρώμε και να παίζουμε με τους βόλους ή τις γυαλένιες. 

Δραγάτης ή αγροφύλακας!


Αυτός ήταν ο παλιός αγροφύλακας ,αλλά παλιά στα χωριό μου τον έλεγαν «δραγάτη». Δραγάτες έλεγαν τα χωράφια που ήτανε γύρω από το χωριό, τα περιβόλια με τα κάθε λογής δέντρα και λαχανικά! Έτσι, επειδή φύλαγε τις «δραγάτες» τον φώναζαν με αυτό το όνομα! Πάντοτε γυρνούσε μέσα στις περιβόλες και τα χωράφια ,είτε με τα πόδια ή τον γαϊδαράκο του και τελευταία με το μηχανάκι του. Ήταν το άγρυπνο μάτι του χωριού, ήταν αδύνατον να κάνεις κάτι στα περιβόλια ή τον κάμπο και να μην εμφανιστεί ως δια μαγείας ο αγροφύλακας, η σφυρίχτρα του ακουγόταν σε όλο τον κάμπο! Ήταν αυτός που ξετρύπωνε μέσα από τα περιβόλια,ήταν αυτός που μας κυνηγούσε μέσα στα μικρά δρομάκια των περιβολιών όταν πηγαίναμε τα καλοκαιρινά μεσημέρια για τις παιδικές μας «εξερευνήσεις» που συνήθως κατέληγαν σε καυγάδες και κυνηγητά μέσα στους έρημους δρόμους του χωριού! Κάθε Καλοκαίρι άρχιζε ο πόλεμος των παιδιών με τον αγροφύλακα. Θυμάμαι ότι κάθε φορά που μας έπιανε από κάποια σκανταλιά που είχαμε κάνει (κλέβαμε τζίτζιφα ,λύναμε τα σχοινιά από τα ζώα στον κάμπο, κόβαμε το νερό από τα περιβόλια) τρώγαμε το σχετικό «μπερτάκι», όποιον βέβαια προλάβαινε κι έπιανε, αλλά το απόγευμα στο καφενείο το έλεγε στους πατεράδες μας, και τότε….έπεφτε το δεύτερο μπερτάκι αλλά εμείς δεν το βάζαμε κάτω..βλέπεις …ήμασταν παιδιά!!! Στην Καρδάμαινα θυμάμαι αγροφύλακες τους ΚΟΥΡΖΗ Ιωάννη και τον ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Ιάκωβο αλλά και πριν από αυτούς υπήρχαν άλλοι. Πάντως ο αγροφύλακας της εποχής εκείνης ήταν ο χωροφύλακας του χωριού! Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι και να μην το ξέρει ο αγροφύλακας, θυμάμαι ότι στο καφενείο καθόταν πάντα μαζί με τον παπά, τον πρόεδρο και τον δάσκαλο του χωριού. Παρότι ήταν αυστηροί στη δουλειά τους, ποτέ δεν είχαν πάει άνθρωπο στο δικαστήριο , πάντοτε με τον τρόπο τους και το «αζημίωτο» βέβαια, συμφιλίωνε τους χωριανούς μας! Πάντως ο παλιός αγροφύλακας …πήρε σύνταξη! ,,, δεν υπάρχει πια, παρά μόνον σε φωτογραφίες και στην μνήμη αυτών που τους ζήσανε στην περίοδο εκείνη! Το Σώμα της Αγροφυλακής υπήρχε από το 1935 και προστατεύοταν νομοθετικά από την πολιτεία.Ο νόμος αυτός ίσχυσε μέχρι το 1989.

Το τηλεφωνείο της Καρδάμαινας

 


Με το τηλέφωνο του χωριού δεν είχα άμεση σχέση, όμως λέω να γράψω κάποια πράγματα που ίσχυαν και που δείχνει και την γενικότερη εξέλιξη της τηλεφωνίας τα τελευταία 60 χρόνια. Το πρώτο τηλέφωνο το εγκατέστησε ο αείμνηστος Παπα-Αντώνης (ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Αντώνιος), όπου παρέμεινε για πολλά χρόνια και το χειριζόταν ο ίδιος και μετέπειτα εγκατέστησε ο ΚΑΖΑΝΤΗΣ Νικόλαος στο μπακάλικό του. Η διαδικασία της τηλεφωνικής επικοινωνίας, κυρίως από την Αθήνα (ή από άλλη πόλη) με το χωριό, γινόταν συνήθως κάπως έτσι: Τις περισσότερες φορές δεν έπαιρναν τηλέφωνο οι Καρδαμιώτες αλλά, οι «Αθηναίοι» που έπαιρναν στο χωριό για να μάθουν τα νέα των δικών τους. Ο Παπάς-Αντώνης τους ζητούσε να πάρουν σε πέντε λεπτά και έβγαινε να πάει  να τους φωνάξει ή εάν πέρναγε κάποιο παιδί απ’ έξω το έστελνε στο σπίτι να πει στην κυρά να έρθει στο τηλέφωνο... 

  -Όταν πήγαινε η γυναίκα στο τηλεφωνείο περίμενε μέχρι να ακουστεί το τηλέφωνο και φώναζε την κυρά να πάει να μιλήσει.

   -Βάλτο στ’ αυτί και μίλα.

   -Δεν ακούω, έλεγε η κυρά, που πιθανότατα δεν είχε ξανά δει τηλέφωνο.

   -Πάτα τη πεταλούδα, με τα δάχτυλα  (Εκείνο το πρώτο ακουστικό είχε μια «πεταλούδα», 

που έπρεπε να την πιέσεις με τα δάχτυλα για να μιλήσεις).

   -Τι πεταλούδα μου λες; Η κυρά ήξερε …τις πεταλούδες στην αυλή του σπιτιού της.

   Τελικά, με τη βοήθεια του κατάφερνε να μιλήσει η κυρά και την άκουγε φυσικά όλοι οι περιστατικοί!   

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, το τηλέφωνο υπήρχε στο μαγαζί του ΚΑΖΑΝΤΗ, που μάλιστα στις αρχές τις δεκαετίας του '80 έβαλε και μετρητή γι' αυτούς που θέλανε να τηλεφωνήσουν υπεραστικός στους οικείους τους. Περίπου το 1985 πραγματοποιήθηκε η καθολική και ολοκληρωτική αυτοματοποίηση των τηλεφώνων και η ανεξαρτοποίησή τους από τα «κεντρικά» τηλεφωνικά κέντρα των χωριών. Εδώ θα μπορούσα να τελειώσω το σημείωμα, όμως θα γράψω μερικά ακόμα για τα τηλέφωνα (για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι που λέει και το σχετικό σλόγκαν). Το πρόβλημα με την απόκτηση τηλεφώνου υπήρχε για αρκετά χρόνια ακόμα.Έκανες αίτηση και περίμενες αρκετά χρόνια, μέχρι να αποκτήσεις σύνδεση και εάν αποκτούσες.Περίπου το 1990 η σταθερή τηλεφωνία είχε γίνει εύκολη, αλλά παράλληλα μπήκε στη ζωή μας και η κινητή. Που έφτασε να μπορείς να επικοινωνήσεις σχεδόν απ' όπου κι αν βρίσκεσαι.