Γιου αρ μπιούτιφουλ, άι λοβ γιου. Φροϊλάιν, μις, μαντεμουαζέλ, σενιορίτα, χαβ-γιου-γουέδερ-φορ-ε-κόφι;
Οι πιο συνηθισμένες ατάκες -ή μάλλον οι πιο προβλεπόμενες- έβγαιναν από τα χείλη κάποιου καλοστεκούμενου νέου. Αλλά κυρίως, η σπίθα του κυνηγού στο μάτι. Αποδέκτης κάποια θερμόαιμη Αγγλίδα που γνώριζε από την πρώτη ματιά ότι θα ζήσει το μύθο της στην Ελλάδα. Το δόγμα, πάντοτε το ίδιο: Το ξένο είναι πιο γλυκό. Στόχος: Η ξένη τουρίστρια στο κρεβάτι, αλλά μετά από μία διαδικασία που ήταν εξίσου συναρπαστική με το τελικό αποτέλεσμα. Κάπως έτσι, σε τόσο απλές γραμμές τα "καμάκια" έγραψαν τη δική τους ιστορία. Η άνοδος του ελληνικού τουρισμού κατά την πάροδο των χρόνων, ειδικά μετά τη δεκαετία του 1970, γέννησε ένα φαινόμενο, τα καμάκια, οι Greek Lovers όπως διεθνώς έκαναν καριέρα, ήταν για δεκαετίες σχεδόν συνώνυμο των ελληνικών καλοκαιριών, σκορπίζοντας αξέχαστες στιγμές σε κορασίδες του παγωμένου Ευρωπαϊκού βορρά αλλά και πικάντικες όσο και χιουμοριστικές ιστορίες για όλους τους υπόλοιπους. Θα μπορούσαν ποτέ τα καμάκια να αντιμετωπιστούν σαν εθνικό κεφάλαιο; Δίχως υπερβολή, μάλλον ναι. Είναι γεγονός πως στις εποχές της δόξας τους συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην οικονομία της εκάστοτε περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνταν. Οι τουρίστριες σε πολλές περιπτώσεις παρέτειναν την παραμονή τους, ενώ σχεδόν πάντοτε επέστρεφαν τα επόμενα καλοκαίρια. Αυτό, αυτομάτως μεταφραζόταν σε μεγαλύτερα κέρδη για ξενοδοχεία και κάμπινγκ, ταβέρνες και σουβλατζίδικα και γενικότερα όλες τις επιχειρήσεις που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον τουρισμό. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι μιλάμε για μια βιομηχανία που δεν είχε γνωρίσει ακόμη τη σημερινή της ανάπτυξη. Ειδικά τα μικρότερα μέρη είχαν ανάγκη τέτοιου είδους έσοδα από τις εισερχόμενες ροές τουριστριών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου