Ήταν καλοκαίρι στην Καρδάμαινα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ένα καλοκαίρι διαφορετικό, πιο αγνό, πιο αυθεντικό. Ο ήλιος έκαιγε, αλλά κανείς δεν παραπονιόταν. Αντίθετα, όλοι το περίμεναν πως και πως: παιδιά, νέοι, οικογένειες, παρέες. Η θάλασσα ήταν ο προορισμός και η παραλία το σκηνικό για αναρίθμητες καλοκαιρινές ιστορίες.
Στην παραλία, το πιο χαρακτηριστικό soundtrack δεν ήταν κάποιο ραδιόφωνο ή τραγούδι από τα καφενεία — ήταν ο ήχος από τις ρακέτες. "Παφ! Παφ!" και ξανά "παφ!" Οι ρακέτες από ξύλο – σκούρες, στιβαρές, βαριές – ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του καλοκαιριού. Παιδιά, έφηβοι, ακόμα και πατεράδες, έπαιζαν με πάθος, όχι τόσο για να κερδίσουν, αλλά για να κρατήσουν το μπαλάκι όσο πιο πολύ στον αέρα.
Η άμμος καιγόταν κάτω από τα γυμνά πόδια, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε κανέναν. Πατημασιές παντού, μπάλες που πετούσαν από τη μια παρέα στην άλλη, γέλια, φωνές. Κάπου παραδίπλα, παιδιά έσκαβαν λάκκους στην άμμο, έστηναν κάστρα και οχυρώσεις με κουβαδάκια. Άλλοι πηδούσαν τα κύματα, παρίσταναν τους δύτες με μάσκες και αναπνευστήρες ή μάζευαν κοχύλια.
Η ανεμελιά ήταν διάχυτη. Δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχε Wi-Fi, ούτε selfie και stories. Οι αναμνήσεις χαράζονταν στο μυαλό και όχι σε pixels. Ένα καρπούζι κομμένο στα τέσσερα κάτω από τη σκιά της ομπρέλας, ένα ποτήρι λεμονάδα από το καφενείο του χωριού, κι ένα ραδιόφωνο που έπαιζε λαϊκά ή κάποιο καλοκαιρινό σουξέ του Καρβέλα και της Άννας.
Το απόγευμα, μετά το μπάνιο, τα παιδιά μαζεύονταν σε ομάδες και έπαιζαν "μήλα", "κλέφτες κι αστυνόμοι", ή μπάλα στο χωματένιο γήπεδο δίπλα στην παραλία. Η μέρα τελείωνε με μαυρισμένα πρόσωπα, αλατισμένα μαλλιά και γεμάτες καρδιές.
Αυτό ήταν το καλοκαίρι στην Καρδάμαινα του ’80: ρακέτες, παιχνίδια, ήλιος και πάνω απ’ όλα, ελευθερία. Ένα καλοκαίρι που όσοι το έζησαν, το κρατούν βαθιά μέσα τους σαν θησαυρό. Και κάθε φορά που πατούν ξανά στην παραλία, ακόμα και δεκαετίες μετά, ο ήχος της ξύλινης ρακέτας τους θυμίζει πως κάποτε, όλα ήταν πιο απλά — και πιο μαγικά.